Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλατοπίπερο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλατοπίπερο το [alatopípero] Ο41 : α.μείγμα από αλάτι και πιπέρι: Έριξε στους μεζέδες μπόλικο ~, για να γίνουν πιο πικάντικοι. β. (μτφ., οικ.) προσθήκη που δίνει στο λόγο έναν ευχάριστο τόνο υπερβολής· σάλτσα: Έλεγαν τις ίδιες ιστορίες βάζοντας ο καθένας το δικό του ~.

[αλατο- + πιπέρ(ι) -ο]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλατοπίπερο [alatopípero] το,
  • ① salt and pepper (whether separate or as mixture):
    • το ~ νοστιμίζει το φαΐ |
    • βάζω ~ στο ψάρι |
    • θέλει τ' αβγά του με ~ |
    • το σβήνουμε το φαγητό με το κρασί και προσθέτουμε και τον πελτέ διαλυμένο με νερό κι ανάλογο ~ (Tachydromos) |
    • από το τραπέζι έλειπαν τ' αλατοπίπερα, τα λαδόξιδα, οι μουστάρδες (Melas) |
    • μεζέδες απάνω στο στράτσο απ' το μπακάλη βουτηχτούς στ' ~ (Christomanos) |
    • ο περβολάρης έφερε λάδι, ~ μέσα σ' ένα κουτάκι από καψύλια του δίκανού του κλ (Myriv)
  • ② fig savor, flavor, spice (syn γεύση, νοστιμάδα, νοστιμιά, ιδιαίτερη ουσία, καρύκευμα):
    • όλα αυτά να τα λέη ... με το αμίμητο ύφος και το γέλιο του, γιομάτο χωρατά, εξωφρενισμούς και ~ (Nakou) |
    • γυρνούσαν πάντα με τις ίδιες ιστορίες, που ο καθένας τις πασπάλιζε ανάλογα με το δικό του ~ (Sfakianakis) |
    • ρίχνετε στη χύτρα τις δυο καταστάσεις (sc δυστυχία και πενία) και με λίγο ~ έχετε ένα πικάντικο και εντυπωσιακό πιάτο (Palaiologos)

[cpd of αλάτι & πιπέρι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες