Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλατολόγος [alatolóγos] ο, region. (Epirus,
- Peloponnesus, Sterea), salt container (syn in αλατοδοχείο 1):
- poem κι ο λυχνοστάτης στη γωνιά κ' ένας ~ (Valaor)
[der of αλάτι w. suff -λόγος]
- Peloponnesus, Sterea), salt container (syn in αλατοδοχείο 1):