Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλατισμένος, -η, -ο [alatizménos]
- ① seasoned w. salt, salted (ant ανάλατος):
- αλατισμένο φαΐ |
- ωμά αλατισμένα λαχανικά |
- του αρέσουν πολύ αλατισμένα τα φαγητά
- ⓐ salted (to be conserved), pickled (syn παστωμένος, ταριχευμένος):
- αλατισμένο βούτυρο salted butter |
- αλατισμένες ελιές |
- μπακαλιάρος ~ salted cod |
- αλατισμένο δέρμα
- ⓑ containing salt:
- γη αλατισμένη |
- (νοτιότερα η Aργεντινή είναι) αμμώδης και αλατισμένη, άνυδρη και άχλωμη (Papatsonis)
- ② seasoned w. jokes, other pleasant and imaginary additions, salted, spiced, of talk, stories (syn διανθισμένος με ευφυείς προσθήκες):
- αλατισμένη συζήτηση |
- πολύ αλατισμένη ιστορία |
- κεφάτο, δροσάτο, ζωντανό, αλατισμένο εδώ κ' εκεί με χιούμορ (Melas)
- ⓒ region. having received some (knowledge, education):
- είναι ~ από γραμματάκια |
- είναι ~ από όλα he knows a little bit of everything, he has varied knowledge
[ppp of αλατίζω]
- ① seasoned w. salt, salted (ant ανάλατος):