Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλατιέρα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλατιέρα η [alatxéra] Ο25α : μικρό επιτραπέζιο σκεύος για αλάτι.

[αλάτ(ι) -ιέρα]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλατιέρα [alatjéra] η,
  • shaker or dish for salt, saltcellar (syn αλατερή, αλατερό, αλατοδοχείο, σαλιέρα):
    • πάρε από το ντουλάπι την ~ για τ' αβγά |
    • ~ και πιπεριέρα (pair of) castors, salt and pepper (shakers) |
    • κακό σημάδι, αναποδογύρισε η ~ |
    • απλώνουν με οικειότητα το χέρι και ρίχνουν στις τσέπες αναμνηστικά, όπως αλατιέρες, κουταλάκια, σταχτοδοχεία (Palaiologos)

[der of αλάτι w. suff -ιέρα [-yéra]]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες