Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλατζάς ο [aladzás] Ο1 : βαμβακερό ύφασμα κατώτερης ποιότητας: Φουστάνι από αλατζά.
[τουρκ. alaca -ς]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλατζάς [alatzás] ο, cloth.
- denim (syn ριγαδωτό πανί)
- ⓐ clothing made of denim:
- poem τον αλατζά, τα ορθά της τα βυζιά | τόνε ξεφτάν στις ρώγες (Velmyras)
[fr Turk alaca]