Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλατερό το [alateró] Ο38 : (λαϊκότρ.) αλατιέρα.
[μσν. αλατερόν < αλάτ(ι) -ερόν, ουδ. του -ερός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλατερό [alateró] το, s. αλατιέρα
[substantiv. n of αλατερός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλατερός -ή -ό [alaterós] Ε1 : που έχει (πολύ) αλάτι: Δεν κάνει να τρως αλατερά φαγητά.
[μσν. *αλατερός (πρβ. μσν. αλατερόν `αλατιέρα΄) < αλάτ(ι) -ερός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλατερός, -ή, -ό [alaterós]
- containing more salt than due, salty (syn πολύ αλατισμένος, αλμυρούτσικος, L υφάλμυρος):
- αλατερό φαΐ, αλατερή σάλτσα |
- δεν κάνει να τρως αλατερά φαγιά
[der of αλάτι]
- containing more salt than due, salty (syn πολύ αλατισμένος, αλμυρούτσικος, L υφάλμυρος):