Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλαταποθήκη [alatapoθíci] η,
- ① salt warehouse (syn L αποθήκη άλατος)
- ② salesroom of salt monopoly (syn L πρατήριο μονοπωλίου άλατος)
[cpd of άλας (stem αλατ-) & αποθήκη]