Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλατάς
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αλατάς [alatás] ο,
  • ① salt seller (syn αλατέμπορος, αλατοπώλης, έμπορος αλατιού)
  • ② he who loves salt and salty foods, salt lover (cf also αλατόφιλος)

[der of αλάτι w. suff -άς; cf κρασάς, λαδάς, τυράς etc]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες