Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλαργοτάξιδος1 [alarγotáksi∂os] ο,
- voyager to distant places:
- στη ρίζα κάθε σταυρού είναι ριγμένη μια φούχτα άμμος από τ' ακροθαλάσσι, στερνό θυμητάρι της αξιοσύνης του αλαργοτάξιδου και παρηγόρεσή του (Vlami)
[cpd of αλάργα & ταξίδι]
- voyager to distant places:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλαργοτάξιδος2, -η, -ο [alarγotáksi∂os]
- voyaging far away to distant countries:
- folks. θα πάω μ' αλαργοτάξιδο καράβι εγώ στα ξένα, | άλλες να ιδώ κι άλλες να βρω, να λησμονήσω εσένα
[cpd of αλάργα & ταξίδι]
- voyaging far away to distant countries: