Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλαργινά
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Γεωργακά]
αλαργινά1 [alaryiná] adv, region. & lit
  • ① far away (syn αλαργεμένα, απόμακρα, μακριά):
    • poem νύχτα βαθιά. Tη σιγαλιά μονάχα την ταράζει | κάποιο βιολί που ~, γλυκύπικρα στενάζει (Skipis) |
    • κι ο δρόμος, που περνά | κ' είναι ως να λησμονήθη, | μακραίνει ~ | και πάει στο παραμύθι (Agras) |
    • κ' έφεξαν σιμά κι ~ | παστρικά λιθόστρωτα στεγνά (id.)
  • ② not closely, distantly:
    • συγγενεύουμε ~ we are distant relatives (syn είμαστε μακρινοί συγγενείς)

[der of αλαργινός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλαργινά2 [alaryiná] τα,
  • remote places (syn αλαργινά or μακρινά μέρη, αλαργινοί or μακρινοί τόποι):
    • poem του κάκου ταξιδεύτηκα σε ξένα και σ' ~ (Malakasis) |
    • κι ανασηκώνονται άγκυρες, ταξίδι, της μνήμης, που το βλέμμα σπρώχνει στ' ~ (Xydis)

[substantiv. n pl of αλαργινός, prob for αλαργινά μέρη]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες