Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλαργεύω [alarjévo] Ρ5.2α μππ. αλαργεμένος : (λογοτ., λαϊκότρ.) απομακρύνομαι: Tο κύμα σπρώχνει τη βάρκα κι όλο αλαργεύουμε από τη στεριά. || (σπάν.) απομακρύνω κτ.
[αλάργ(α) -εύω]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλαργεύω [alaryévo] aor αλάργεψα, ppp αλαργεμένος
- ① intr, naut sail away, remove o.s., depart (syn in αλαργάρω 1):
- το καράβι αλαργεύει γοργά |
- το καΐκι αλάργευε κατά το νησί |
- το κύμα σπρώχνει τη βάρκα κι όλο αλαργεύομε από τη στεριά |
- τα μικροκάικά τους με τα κόκκινα πανιά αλαργεύουν πάντα από την ακτή (Ouranis) |
- poem κι όσο ~ απ' της ζωής το ακροθαλάσσι (AiDafni) |
- σε λίγο στην απέραντη τη θάλασσα αλάργευαν (Ouranis) |
- ... απευθύνονταν κιόλας | στο βασιλιά των βαρβάρων και στους Έλληνες που αλάργευαν | με πενηντάκουπο καράβι (Ritsos) |
- τόσο μακριά που αλάργεψαν σινιάλο τους δε φτάνει (Kouritis)
- ⓐ generally go away, leave, depart (syn in αλαργάρω 1b):
- μην αλαργεύης, θέλω να σου μιλήσω |
- τα πρόβατα αλάργεψαν |
- αλάργεψε! (imper) (syn φύγε μακριά) |
- ο τόπος αυτός δεν αλαργεύει από το καινούργιο |
- folkt τόπο παίρνει, τόπο αφίνει, αλάργεψε πολύ απ' τον κόσμο και πάει και βρίσκει κλ (Megas) |
- οι ρέμπελοι, συμαζεμένοι, βγαίναν ένας ένας κι αλαργεύανε (Vlami) |
- δεν αλάργευε απ' τα στρωσίδια του (Lappas) |
- ίσαμε είκοσι αεροπλάνα που στριφογύριζαν στον ουρανό, πλησίαζαν κι αλάργευαν (Ouranis) |
- και η ζωή μας πια ... ολοένα και αλαργεύει από την πηγή της (Theodorakop) |
- αλαργεύοντας από τις κάπως στενές αφετηρίες θα πλησιάσουν το αιώνιο μέτρο (Tsatsos) |
- poem γι' αυτό αλαργεύουν τα γερά από με και τα ωραία (Palam) |
- κόσμε, αλάργευε από δω, λεφούσι, πέρνα (Papantoniou) |
- κι' οι ήσκιοι όσο αλαργεύουν | στα ζερβά λοξεύουν (Agras) |
- σα νύχτιο κύμα, | που απ' την πρύμνη αλαργεύει | μ' αφροβόστρυχη χαίτη (FPolitis) |
- απ' την κλίνη μου αλαργεύει | κ' η χαρά κι ο στεναγμός (Zotos) |
- κι αλάργευε η φωνούλα του γλυκιά | και ξεψυχούσε (NVlachogiannis)
- ⓑ region. move to a foreign country, migrate (syn αποδημώ L, ξενιτεύομαι):
- η φαμίλια τους αλάργεψε στην Aμερική
- ⓒ region. alienate o.s., cut off communication w. others:
- ο φίλος αλάργεψε από μένα και δεν τον βλέπω
- ② trans take away, remove (syn απομακρύνω, απωθώ):
- αλάργεψε τα πρόβατα να μην κάμουν ζημιά στο χωράφι |
- αλάργεψε τη λάμπα, γιατί ζεσταίνομαι |
- (ο Aλεξομανόλης) την άφησε ν' αλαργέψη τίρο ντουφεκιάς (Prevelakis) |
- (ο Kουτρούλης) κάτεχε από πάππου-προσπάππου την τέχνη να τ' αλαργεύη (Vlami) |
- poem απ' τα μαλλιά τα καστανά, τα πλούσια |...| αλάργευε του χάρου τη θωπεία | που τη ζυγώνει (Xydis)
[der of αλάργα w. suff -εύω after ταξιδεύω or the like]
- ① intr, naut sail away, remove o.s., depart (syn in αλαργάρω 1):