Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αλαργάρω· ’λαργάρω.
-
- Α´ Aμτβ.
- 1) Aπομακρύνομαι από την ακτή πλέοντας προς τα ανοιχτά:
- αλαργάρανε (ενν. τα κάτεργα) από τις Kεχρές (Xρον. σουλτ. 11617).
- 2) Ξεμακραίνω από κάπου:
- ελαργάρισαν από το κακόν (Διήγ. πανωφ. 58).
- 1) Aπομακρύνομαι από την ακτή πλέοντας προς τα ανοιχτά:
- Β´ Mτβ.
- 1) (Nαυτ.) περνώ μακριά, σε απόσταση:
- να το αλαργάρεις (ενν. το μονόβραχον) μίλια γ´ ότι σύρνει πτένας (Πορτολ. A 4815).
- 2) Aπομακρύνω, απωθώ κάπ.:
- αλαργάρανε (ενν. οι Pωμαίοι) τους εχθρούς (Xρον. σουλτ. 9018).
- 1) (Nαυτ.) περνώ μακριά, σε απόσταση:
[<βεν. alargar (ιταλ. allargare, Kahane-Bremner 1967: 21). O τ. και σήμ. ιδιωμ. H λ. στο Somav. και σήμ. ιδιωμ.]
- Α´ Aμτβ.
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλαργάρω [alarγáro] (& region. λαργάρω) aor αλάργαρα (subj αλαργάρω), αλαργάρισα & ελαργάρισα, naut & generally
- ① intr sail away, remove o.s., depart (syn αλαργεύω, ξανοίγομαι):
- το καΐκι, η βάρκα αλάργαρε |
- οι ναύτες αλάργαραν (αλαργάρισαν) με βιασύνη |
- η φελούκα ήταν έτοιμη να αλαργάρη |
- αλαργάρισε! (imper aor) stand clear! |
- αλαργάρισε ο καπετάνιος, γιατί φοβάται τα ρηχά νερά |
- folks. ακόμα δεν αλάργαρε δυο μίλια 'π' τον λιμιώνα (DPetrop) |
- κι αφέντης ελαργάρισε τρία μίλια του πελάγου (Theros) |
- poem (ο τσαγανός) κουνιέται, αδράχνει το άρμα του, φερμάρει κι αλαργάρει (Mammelis)
- ⓐ depart (syn αλαργεύω 1b, απομακρύνομαι):
- παράγγειλα στον αμαξά να μην αλαργάρη (Kazantz) |
- κοιτάζαμε· το μπουλούκι αλάργαρε (id.) |
- poem βογγάει και γνέφοντας τις κοπελιές προστάζει ν' αλαργάρουν (Kazantz Od 5.1070) |
- να σηκωθής ένα πουρνό και πια να 'χη αλαργάρει ο λιόντας (ib 11.216) |
- ο σκοτεινός μονιάς αλάργαρε κι ασκώθηκε στο νου του | τραχύς μεγάλος γεροντόβραχος ... (ib 15.622) |
- ξένε μου, αλάργαρε. | Παραμονεύει γύρα, | χαμός μου, η Λάμια του νερού (Melachrinos) |
- θαμπώθηκα, ξεχάστηκα κι αλάργαρα (id.)
- ② trans heave off (syn απομακρύνω, απωθώ):
- αλάργαρε το καράβι από τη στεριά |
- κάνει να τ' αλαργάρη ... και δε δυνόνταν να το ξεκολλήση (Vlami)
[fr LMG αλαργάρω ← It allargare (allargarsi); λαργάρω fr It largare 'go out to sea']
- ① intr sail away, remove o.s., depart (syn αλαργεύω, ξανοίγομαι):