Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλανιάρικος -η -ο [alanárikos] Ε5 : που ταιριάζει ή που αναφέρεται στον αλανιάρη: Aλανιάρικοι τρόποι. Aλανιάρικο φέρσιμο. Aλανιάρικες κουβέντες.
αλανιάρικα ΕΠIΡΡ. [αλανιάρ(ης) -ικος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλανιάρικος, -η, -ο [alanjárikos]
- fitting a vagabond, of a loafer (syn αλήτικος):
- αλανιάρικοι τρόποι |
- αλανιάρικα φερσίματα
[der of αλανιάρης1]
- fitting a vagabond, of a loafer (syn αλήτικος):