Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλανιάρικα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αλανιάρικα [alanjárika] adv
  • in the ways of vagabonds, of loafers:
    • ζη ~ |
    • ένα πικάντικο θηλυκό, ντυμένο ανδρικά, ~, με ένα αναμμένο τσιγάρο στων χειλιών την άκρη (ChChairop)

[der of αλανιάρικος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες