Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλανιάρης ο [alanáris] Ο11 θηλ. αλανιάρα [alanára] Ο25α & αλανιάρισσα [alanárisa] Ο27α : αλάνης: Δε θέλουμε αλανιάρηδες στη γειτονιά μας. Οι γιοι του, ερημοσπίτες κι αλανιάρηδες, ούτε που νοιάζονταν για τον πατέρα τους. || (ως επίθ.): Aλανιάρα γυναίκα.
[αλάν(ι) -ιάρης· αλανιάρ(ης) -α, -ισσα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλανιάρης1 [alanjáris] ο,
- vagabond, street-lounger, loafer (syn in αλάνης 1):
- ύστερα περνούσε η γκαμήλα και τύχαινε κάποτες να τσακωθούνε οι αλανιάρηδες που κρατούσαν απομέσα το αλατζαδένιο τομάρι της και να την παρατήσουνε σύξυλη (Panagiotop) |
- poem ... και παρατάς τους γιους σου | ερημοσπίτες, αλανιάρηδες, να κουρταλούν τις πόρτες (Kazantz Od 17.1239)
[substantiv. m of αλανιάρης2]
- vagabond, street-lounger, loafer (syn in αλάνης 1):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλανιάρης2, -α (& -ισσα), -ικο [alanjáris]
- vagrant, loafing (syn αλάνης 2):
- είναι ~ |
- poem και γύφτισσα αλανιάρισσα καρδιά, σπορά καταραμένη ο vagabond and gypsy heart, o cursed race (Kazantz Od 10.711) |
- βιγλούσε ο δοξαράς την τσούρμα του, τη μόρτισσα αλανιάρα the great archer watched his mob, his churlish roughs (ib 12.86)
[der of αλάνι]
- vagrant, loafing (syn αλάνης 2):