Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλανιάρα [alanjára] η,
- street-girl, immoral and indecent woman or girl, tramp, trollop (syn βρωμογυναίκα, βρωμοκόριτσο):
- η μάνα του ήτανε ~ |
- η Mαρίκα Kοτοπούλη ήτανε η πιο μεγάλη θεατρίνα ... απαράμιλλη "Eκάβη" και ασύγκριτη ~, που ετραγουδούσε ενθουσιαστικά τετράστιχα (Chairop) |
- folks. της αλανιάρας το φιλί έχει περίσσα γλύκα (Athens)
[substantiv. f of adj αλανιάρης]
- street-girl, immoral and indecent woman or girl, tramp, trollop (syn βρωμογυναίκα, βρωμοκόριτσο):