Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλαναρία
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλαναρία η [alanaría] Ο25α : (προφ.) το σύνολο των αλάνηδων· αληταρία, αλητεία: Γυρίζει τα βράδια με την ~ της γειτονιάς.

[αλάν(ης) -αρία]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλαναρία [alanaría] η,
  • ① group or gang of street-boys, tramps (syn αληταρία, αλητεία 2):
    • γυρίζει τα βράδυα με την ~ |
    • κατεβάζουν οι μαγαζάτορες τα ρολά τους, οι ψιλικατζήδες, η ~, τυφλοί, κουτσοί, κουλοί (Kastanakis)
  • ② hoodlumism (syn αληταρία)

[der of αλάνης w. suff -αρία ← It -aria; cf αληταρία, μορταρία, αβερταρία etc]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες