Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλανάκι [alanáci] το,
- little street-boy, young loafer, urchin (syn in αλητάκι):
- ένα ~ ξυπόλητο, βραδύγλωσσο (Myriv)
- ⓐ fig of birds:
- poem μωρ' αλανάκια τ' ουρανού, γιατί μου παίρνετε το νου; (LChronop)
[dimin of αλάνης]
- little street-boy, young loafer, urchin (syn in αλητάκι):