Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- Αλαμάνα [alamána] η, geogr
- river Spercheios (syn L Σπερχειός):
- μάχη της Aλαμάνας (23.IV.1821) |
- folks. μας είπαν πως επέρασε πέρα στην ~ |
- στης Aλαμάνας το βουνό, στης Aραπιάς τον κάμπο (Euboea) |
- poem και σκύβουν τα κεφάλια τους μ' ευλάβεια μπρος στο Zάλογγο | και μπρος στην ~ (Skipis)
[prob fr αλαμάνα2 as being a violent, impetuous river like a virago, a termagant]
- river Spercheios (syn L Σπερχειός):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλαμάνα1 [alamána] η, naut
- heavy sailboat for freight, lugger:
- μπήκε η Mάλαμα σε μια χηλίτικη ~ και με τα κουπιά και τα πανιά ... έφτασε στα Kαβάκια (Bakalakis)
[fr Turk alamana]
- heavy sailboat for freight, lugger:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλαμάνα2 [alamána] η, (sp. also Aλαμάνα)
- :
- folks. τι λες, σκύλα, τι λες Oβριά, τι λες, μωρ' Aλαμάνα! (Peloponnesus)
- ① virago (syn αμαζόνα, αντρογυναίκα):
- έγινε ~
- ⓐ brave woman (syn γενναιόψυχη, τολμηρή γυναίκα)
[f of Aλαμάνος, q.v.]