Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλαλούμ το [alalúm] Ο (άκλ.) : α.στη θεατρική γλώσσα, η παράσταση κατά την οποία οι ηθοποιοί παίζουν και λένε ό,τι θέλουν σκόπιμα, για να δημιουργήσουν μια εικόνα απόλυτης σύγχυσης και ακαταστασίας, και έτσι να πανηγυρίσουν μια πετυχημένη σειρά παραστάσεων ή να δοκιμάσουν πρωτοεμφανιζόμενο συνάδελφό τους. β. γενικά, για οτιδήποτε παρουσιάζει μια εικόνα απόλυτης σύγχυσης, ακαταστασίας και παραλογισμού.
[ίσως αραβ. επιφ. ulalum με υποχωρ. αφομ. [u-a > a-a] ]