Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλαλομάρα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλαλομάρα η [alalomára] Ο25α : (λαϊκότρ.) παραφροσύνη από οργή, λύπη, φόβο κτλ.: Θύμωσε κι απ΄ την ~ δεν ήξερε τι έκανε.

[άλαλ(ος) -ομάρα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες