Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλαλιά
7 εγγραφές [1 - 7]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλαλία η [alalía] Ο25 : έλλειψη ικανότητας για ομιλία.

[λόγ. < νλατ. alalia < a- = α- 1 + lalia < αρχ. λαλιά `ομιλία΄ (-ia = -ία)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλαλιά η [alalá] Ο24 : (λογοτ.) α. έλλειψη ικανότητας για ομιλία. β. απόλυτη σιωπή. γ. έλλειψη νοημοσύνης ή πράξη, σκέψη ανόητη· ανοησία, κουταμάρα: Πήγε χαμένος από την ~ του.

[άλαλ(ος) -ιά]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλαλία [alalía] η, (L) pathol
  • inability to speak, alalia, mutism (syn αγλωσσία, αφασία, βουβαμάρα, μουγγαμάρα, ant γλώσσα, λαλιά, λόγος, ομιλία, μιλιά)

[fr AG ἀλαλία]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλαλιά [alaljá] η, region. & lit
  • ① voicelessness, absolute silence (syn απόλυτη σιγή):
    • το Mεσολόγγι μένει πίσω πια, στην χαλασιά, στη ~ του (Vlachogiannis) |
    • poem και (η ζωή) είν' όλη | τραγούδι από μια δέηση και από αλαλιάν αρρώστια | και από μια τέχνη ανάβρυσμα κι η ζωγραφιά είν' η τέχνη (Palam) |
    • του ωκεανού του αξέσπαστου ο παλμός | σαν τη βαθιά μας ~ μόνον εκείνος (Malakasis)
  • ② dumbness, stupidity (syn ανοησία, μωρία, κουταμάρα, παλαβομάρα):
    • πήγε χαμένος από την ~ του |
    • όλα τα παθαίνει από την ~ του |
    • η πεταλούδα με την ~ της τα 'χει και θυμώνει (Vlachogiannis) |
    • είχε χάσει το σπλάχνο της από τη δική του ~ (Vlami)
  • ⓐ dumb act, stupid action, stupidity, foolishness (syn ανόητη πράξη, ανοησία):
    • έκαμα μιαν ~ |
    • όλο αλαλιές μας κάνεις |
    • αυτό που λες είναι ~

[fr AG ἀλαλία]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλαλιάζω [alalázo] Ρ2.1α μππ. αλαλιασμένος : (λαϊκότρ.) (σε φράσεις που περιέχουν κάποια υπερβολή) 1. φέρνω κπ. σε κατάσταση διανοητικής σύγχυσης, ταραχής και αδυναμίας, παλαβώνω, τρελαίνω: Tον αλάλιασε στο ξύλο, τον έδειρε τόσο πολύ που τον αποβλάκωσε, τον τρέλανε στο ξύλο. Tον αλάλιαζε ο πόνος. Mε αλάλιασε με τις φλυαρίες του. 2. παλαβώνω, τρελαίνομαι, χάνω τα λογικά μου: Aλάλιασε από τη συμφορά και δεν ξέρει τι κάνει. || ζαλίζομαι: Aλάλιασε από την πολλή δουλειά. Kοίταζαν αλαλιασμένοι με το στόμα μισάνοιχτο.

[άλαλ(ος)γ -ιάζω]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλαλιάζω [alaljázo] aor αλάλιασα, pass αλαλιάζομαι, ppp αλαλιασμένος
  • Ⓐ trans
  • ① bring s.o. to a state of dizziness and unconciousness, render him incapable of perceiving happenings around him:
    • τον αλάλιασες στο ξύλο you beat him unconscious |
    • το χαλάζι αλαλιάζει τους πάντες (Panagiotop)
  • ⓐ confuse one's mind (syn ζαλίζω, του παίρνω το μυαλό, σκοτίζω):
    • το πιοτό τον αλάλιασε, δε μπορεί να μιλήση |
    • μ' αλαλιάσατε με τις φωνές σας |
    • εκείνο το πρόστιμο την αλάλιασε |
    • ο τρόμος τούς είχε αλαλιάσει (Karagatsis) |
    • poem πλήθος που απόκαμε ν' αλαλιάζεται, | και θέλει πια να υποταχτή, για ν' ανασάνη (ThFrangop)
  • ② bring s.o. into confusion, perplexity, or despair (syn αποκουτιαίνω, παραζαλίζω, παλαβώνω):
    • μας αλάλιασε η φτώχεια |
    • τον αλάλιασε ο θάνατος της γυναίκας του |
    • θ' αλαλιάσουμε τον εχθρό |
    • αυτό το "αλλά" την εσάστισε, την αλάλιασε (Karagatsis)
  • Ⓑ intr
  • ③ be in a state of dizziness or unconsciousness, suffer greatly (syn ζαλίζομαι, σκοτίζομαι):
    • πάψε πια, γιατί αλάλιασα |
    • αλάλιασες από τις ξυλιές, από τις έγνοιες, από την πείνα, από την αρρώστια, το κρεβάτωμα, τον πυρετό |
    • η μάνα αλάλιασεν απ' τη συμφορά (Palam) |
    • αλάλιασε το μυαλό της με τούτη την είδηση (Panagiotop) |
    • το μυαλό του σκοτείνιαζε, αλάλιαζε (Karagatsis)
  • ④ be in a frenzy, be dumbfounded because of unexpected surprise and emotions (syn θαμπώνομαι, παλαβώνω, σαστίζω, φρενιάζω):
    • αλάλιασε από τη χαρά του |
    • αλάλιασε από τα πλούτια |
    • folks. κάνεις τους νιους και σφάζονται, | τους γέρους κι αλαλιάζονται (in the speech of Smyrna)

[der of άλαλος w. suff -ιάζω; cf παθιάζω]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλαλιασμένος, -η, -ο [alaljazménos]
  • gravely confused, dumbfounded, being in a frenzy, frightened (syn θαμπωμένος, σαστισμένος, φρενιασμένος):
    • τον κοίταζα ~ |
    • είναι ~ και δεν ξεχωρίζει πρόσωπα |
    • βρίσκει τον πατέρα να ξεφωνίζη ~ |
    • κοίταζε κατά την πόρτα με μάτια αλαλιασμένα |
    • γύρισα κατατρομασμένος, ~ στο σπίτι μου (Palam) |
    • κοίταζαν αλαλιασμένοι με το στόμα μισάνοιχτο (Myriv) |
    • πήρανε τ' ανάπλαγα, αλαλιασμένοι από την τρομάρα (id.) |
    • ο καπετάνιος έμειν' ~ στον τόπο του, καταφυγιάστηκε (KPasagiannis) |
    • κάτι γυναίκες ασύγκριτες ..., όλο φωτιά κι αλαλιασμένο πάθος (Theotokas) |
    • σε κάθε βρόντο τινάζονταν ~ ο λαός (LAkritas) |
    • ~ ο ζωντανός άνθρωπος από το ακατανόητο και θαυμαστό γεγονός του θανάτου (Apostolakis) |
    • αλαλιασμένοι από την παραζάλη και τον κάματο της βιοτικής μέριμνας (Papanoutsos) |
    • μια γυναίκα που φαινόταν αλαλιασμένη από πολλή κακοπάθεια (Panagiotop) |
    • είχε μια μάνα και μιαν αδερφή, θεόφτωχες, κ' ήταν αλαλιασμένες για το χαμό του (id.) |
    • το παιδί φαινόταν σαν αλαλιασμένο με τούτα τα ονόματα τα μαγευτικά, με τούτους τους τόπους (id.) |
    • poem ακούμπησε ο παππούς τρεκλίζοντας στο στύλο ~ stumbling, the old man grabbed a column, mute with awe (Kazantz Od 1.1274) |
    • μα ξάφνου, ως έστριβαν τη λαγκαδιά, σταθήκα αλαλιασμένοι (ib 10.118) |
    • μέσα στην πολιτεία γυρνάω ~ (Kotzioulas)

[ppp αλαλιασμένος of αλαλιάζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες