Παράλληλη αναζήτηση
6 εγγραφές [1 - 6] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλαλητό το [alalitó] Ο38 & αλαλητός ο [alalitós] Ο17 : μεγάλος θόρυβος από συγκεχυμένες φωνές και κραυγές· αλαλαγμοί, οχλοβοή: Tο πλήθος τον υποδέχτηκε με ~ χαράς και ενθουσιασμού. Tο άγριο και ξέφρενο ~.
[αρχ. ἀλαλητός ὁ και μεταπλ. σε ουδ. με βάση την αιτ.]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλαλητό [alalitó] το, (& rarely αλαλιτός, ο)
- ① shouts, cries (syn αλαλαγμοί, κραυγές, μεγάλες φωνές):
- ακούστηκε ~ |
- κραυγές κι αλαλητά |
- με ~ χαράς |
- το χαρούμενο ~ έδινε κ' έπαιρνε |
- ένα ~ από ενθουσιασμό και ξέφρενη χαρά (Myriv) |
- ~ μεγάλο έτρεξε γύρω από το τραπέζι (Terzakis) |
- του χωριού τ' ~ κ' οι φοβέρες των συντρόφων κυνηγήσαν τον Kαρκάνα ως το σταμάτημά του (Vlachogiannis) |
- οι χωριάτες προχωρούσαν όξω από το χωριό μ' ~ σαν κοπάδι απ' αγριοπούλια (id.) |
- κόσμος ... παρακολουθούν το ~ και το κυνηγητό (Papantoniou) |
- είναι, θαρρείς, κουρνιασμένες οι κραυγές ..., οι ήχοι ... από το ~ των σκυλιών και το φρούμασμα των αλόγων (Myriv) |
- η ναυτουριά έφτανε με βοή κι ~ στην πλατέα (Vlami) |
- poem δύο κοράκια πλάκωσαν μ' ~ μεγάλο (Souris)
- ② loud noise, noise and confusion (syn in αλαλαγμός 2):
- τ' ~ τ' ανέμου |
- η μέρα σέρνει μέσα στον ασυνάρτητο θόρυβό της όλες τις υψωμένες φωνές της δημοκοπία, το ακατανόητο ~ της μάχης για το κέρδος (Myriv) |
- άξαφνο ~ ξεσηκώθηκε απ' τα ταμπούρια τα λιάπικα και μονομιάς βρόντηξαν τα ντουφέκια τους όλα μαζί (Peranthis) |
- poem σ' εκείνο εκεί το ~, | σ' εκείνη την οχλαλοή την τόση (Malakasis)
[fr AG ἀλαλητός]
- ① shouts, cries (syn αλαλαγμοί, κραυγές, μεγάλες φωνές):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλάλητο [alálito] το,
- sth unspeakable, the unutterable:
- poem ω εκείνο το ~ στην άνοιξη | μες στη γλυκιά, την απαλή λαχτάρα (Filyras)
[substantiv. n of αλάλητος]
- sth unspeakable, the unutterable:
[Λεξικό Κριαρά]
- αλάλητος, επίθ.
-
- Σιωπηλός·
- (προκ. για γειτονιές) αθόρυβος, έρημος:
- (Σκλάβ. 66).
- (προκ. για γειτονιές) αθόρυβος, έρημος:
[αρχ. επίθ. αλάλητος. H λ. και σήμ.]
- Σιωπηλός·
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλάλητος -η -ο [alálitos] Ε5 : (λογοτ.) α. που δεν μπορεί να λεχθεί, ανείπωτος, απερίγραπτος: Aλάλητη χαρά. ~ καημός. β. που δε λάλησε ακόμα: Aλάλητο πουλί. || αμίλητος, βουβός, άφωνος.
[α: λόγ. < αρχ. ἀλάλητος· β: α- 1 λαλη- (λαλώ) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλάλητος, -η, -ο [alálitos]
- Ⓐ pass
- ① not spoken, unspoken, unuttered (syn ανείπωτος, ant ειπωμένος):
- οι δυο τους συλλογισμένοι. Ψιθύριζε η καρδιά τους αλάλητα λόγια (Psichari) |
- θόλωνε τα λόγια του κάποτε μια λύπη κρυφή κι αλάλητη που την ψυχή σού τάραζε (id.) |
- θ' αναστηθεί ... μια νέα γενιά που θα ζητήσει αυτή να γνωρίσει το αλάλητο μίλημά της (Chourmouzios) |
- poem το μέγα αλάλητο έχε-γεια ο Στρειδάς νογάει του καπετάνιου Clam feels his master's unspoken farwell (Kazantz Od 7.1222)
- ② unutterable, inexpressible, indescribable (syn ανείπωτος, ανέκφραστος, απερίγραπτος):
- αλάλητο κουράγιο |
- πάθος αλάλητο |
- ακούστηκε να λέει μ' εκείνον τον αλάλητο καημό της λεβεντιάς (Palam) |
- η καρδιά της χτυπούσε ... από μιαν αλάλητη τρυφερότητα (Christomanos) |
- σαν κάποιο ξημέρωμα γλυκό ήταν απάνω της, αλάλητο (id.) |
- μ' αλάλητο σέβας ανέβηκα τις σκάλες και μπήκα μέσα (Psichari) |
- ~ πόνος της θέριζε την καρδιά (id.) |
- ένιωθες μέσα σου μια ταραχή αλάλητη (id.) |
- με κρατούσε μιαν αλάλητη και μελαγχολική αταραξία, μολυβένια (Dragoumis) |
- (ο καπετάνιος) πιο δυνατά και με αλάλητη ένταση αναθυμούνταν τόσα και τόσα το κορμί του (Foteinos) |
- poem μα μες στο νου μου χύνεται αλάλητη ευτυχία (Sikel) |
- ως τα βύθη | απ' τον αλάλητο παλμό το σπλάχνο μου εθροήθη (id.) |
- εδώ, ως τον ζώση αλάλητη του Θεού η ακράτητη άχνα (id.) |
- τ' αλάλητο παράπονο που έμενε σύντροφός μου (Dimakis)
- Ⓑ act
- ③ not having acquired the ability of speaking, physically speechless, mute (syn άγλωσσος, αμίλητος, άναυδος, άφωνος):
- το μωρό είν' αλάλητο ακόμα
- ④ not using language, without words, wordless, speechless, mute, silent, in silence (syn άλαλος 2, αμίλητος, άναυδος, άφωνος, σιωπηλός):
- άκουγαν οι άλλοι αλάλητοι (Petsalis) |
- poem γοργά περνάει και στάθη ~ στο μέγα του κατώφλι (Kazantz Od 1.112) |
- κ' εμείς αλάλητοι χαιρόμαστε της λύτρωσης το θάμα (ib 1280) |
- ~ τον πειρασμό γροικάει του λυτρωμού ο μπροστάρης (ib 18.484) |
- πολλή ώρα οι δυο γερόντοι αλάλητοι κοιτάζουνταν και πλέχαν (ib 23.178)
- ⑤ not having acquired the ability of crowing, singing, chirping etc, of birds (syn άκραχτος, άλαλος, ant λαλημένος):
- αλάλητο πουλί, αλάλητο πετεινάρι (syn άκραχτο πουλί) |
- αλάλητα δεν τρώγονται τα κοτόπουλα, πρέπει να' ναι λαλημένα |
- gnom αλάλητο πουλί δεν τρώνε fledglings are not (to be) eaten |
- poem ήμουν αλάλητο πουλί, | δέκα χρονών αγόρι (Zalokostas)
- ⓐ not having crowed (early in the morning), of rooster (syn άκραχτος):
- είν' ~ ο πετεινός |
- ειν' αλάλητα ακόμη τα κοκόρια (i.e. it is too early in the morning)
[fr MG αλάλητος ← K, PartG ἀλάλητος]