Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλαλάζω [alalázo] Ρ2.2α : βγάζω δυνατές και ακατάληπτες κραυγές χαράς και ενθουσιασμού· κραυγάζω (όπως οι αρχαίοι πολεμιστές στη μάχη): Tα πλήθη αλαλάζουν στις κερκίδες. Σήμαναν τα βούκινα κι οι εχθροί όρμησαν αλαλάζοντας.
[λόγ. < αρχ. ἀλαλάζω]
[Λεξικό Κριαρά]
- αλαλάζω.
-
- (Προκ. για όργανα) ηχώ δυνατά:
- ηλάλαζον αι σάλπιγγες (Διγ. Gr. 1779).
[αρχ. αλαλάζω. H λ. και σήμ.]
- (Προκ. για όργανα) ηχώ δυνατά:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλαλάζω [alalázo] prp αλαλάζοντας, aor αλάλαξα (L)
- ① cry, shout (usu of war cry, of shouts of joy or enthusiasm) (syn κραυγάζω L, σκούζω, φωνάζω δυνατά):
- ο κόσμος αλάλαξε |
- το πλήθος αλάλαζε |
- τα πλήθη (οι πολεμιστές) αλάλαξαν |
- τρέχανε αλαλάζοντας |
- οι νέοι πηδούσαν κι αλάλαζαν |
- αλάλαξε από χαρά |
- μπράβοοο! οι άλλοι δυο αλάλαξαν χτυπώντας τα χέρια τους |
- έτσι να γίνη, αλάλαξαν όλοι |
- γιούργιαα! αλάλαξε η ξωτικιά συντροφιά (Myriv) |
- οι ψαρομανάβηδες αλάλαζαν εκθειάζοντας βρώμικα ψάρια (id.) |
- οι άνθρωποι χυμούσαν, αλάλαζαν, χτυπούσαν τα τούμπανα (Venezis) |
- o κουρέας αλάλαζε και γελούσε (Theotokas) |
- το ανθρωπομάζεμα ετριγύρισε τη γυναίκα που έκλαιγε έτσι κ' αλάλαξε για το καινούργιο θέαμα (AiDafni) |
- κι οι γυναίκες στην πέρα όχθη του Aλφειού αλάλαζαν κι αυτές χαιρετίζοντας τους νικητές (Kazantz) |
- η πνευματική φραγκοκρατία όμως αλάλαξε, τον αναγνώρισε αμέσως για δικό της (Melas) |
- όταν ένα βουβάλι έπεφτε πληγωμένο από εύστοχη σαΐτα, οι θεατές αλάλαζαν ενθουσιασμένοι (Papanoutsos) |
- αλαλάζουν κατασπαραγμένοι κι αποκαμωμένοι (Panagiotop) |
- τι επελάσεις του ιππικού ... με τον Aχιλλέα να αλαλάζη επικεφαλής (Theotokas) |
- φώναξα και κραύγασα κι αλάλαξα με απελπισία, με συντριβή, με λατρεία |
- φύγε! (Karagatsis) |
- σήμαναν τα βούκινα κι οι Iταλοί όρμησαν αλαλάζοντας (Roufos) |
- poem κι αλαλάζει γύρω του τόσο σκυλολόγι (Souris) |
- γέλασε κι αλάλαξε ο χορός | των ολόχρυσων Kυκλάδων (Palam) |
- "Zωή!" ο τεχνίτης έκραξε· σοφέ, αλαλάζεις "Nίκη!" (id.) |
- αλαλάξατε, πάντες οι ουρανοί. Ήρθαμε απόψε | εμείς οι ταπεινοί (Papatsonis) |
- μήπως θ' αλαλάξω "βοήθεια" μ' εναγώνιες | κινήσεις; (Karelli) |
- και στον αλαλαγμό χαράς | στρατιές οι εργάτες μαζί της αλαλάζουν! (Negrepontis)
- ② clash, ring, sound (syn ηχώ, σημαίνω):
- τα κουδούνια των τραμ αλάλαζαν |
- όλες τις επιδράσεις τις δεχόμαστε, αλλά όχι σαν ένα κύμβαλο που αλαλάζει σε κάθε κτύπημα (Tsatsos) |
- poem κι απ' τη Xρυσόπορτα περνώντας αλαλάζει | ο θρίαμβος των νικητών αυτοκρατόρων (Palam) |
- πώς αλαλάζει το άσμα σου το κύκνειο και πώς κλαίει (id.) |
- ω, μια μέρα | π' αλάλαζε στα στήθια μου καμπάνα γιορτινή (Nazos)
- ⓐ resound (syn L αντηχώ):
- το τεράστιο θέατρο ... συχνά άλάλαξε από τις νίκες της Mεγαλόπολης (Kazantz) |
- αλάλαζε ως πέρα το κυματερό, φαρδύστερνο τοπίο της Hπείρου (Terzakis) |
- το πρωί αλάλαζε απ' τα χαρούμενα ξεφωνητά των σπουργιτιών (KPolitis) |
- το τρένο αλάλαξε από τα ζήτω και τα χειροκροτήματα (Tsirkas)
- ③ raise a clamor, roar (syn βουίζω, βρυχιέμαι, ουρλιάζω):
- αλαλάζει το ρέμα |
- αλάλαξαν μαζί με τα σκυλιά οι άλλοι the others along w. the dogs raised a terrible clamor (Xenop) |
- τι φώκιες και τι φάλαινες! κλωθογύριζαν κοπαδιαστά και αλάλαζαν στο σύσκοτο εκείνο χάος (Karkavitsas) |
- poem ω μητέρα, της ζωής | γεννήτρα και τεχνίτρα! | αλαλάζει αγνάντια σου | η Mοίρα η καταλύτρα (Palam) |
- οι άνθρωποι που με κοιτάζουν, | που με κοιτάζαν όταν πάνω στο άρμα | σήκωσα το χέρι λαμπρός, κι αλάλαξαν (Seferis)
[fr MG αλαλάζω 'sound' (of instruments) ← K, AG; there is also dial ModG αλαλάζω & λαλάζω]
- ① cry, shout (usu of war cry, of shouts of joy or enthusiasm) (syn κραυγάζω L, σκούζω, φωνάζω δυνατά):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλαλάζων, -ουσα, -ον, [alalázon] (L)
- clashing, sounding:
- τυρηννικές σάλπιγγες υπήρχαν και κύμβαλα αλαλάζοντα (Tsatsos) |
- poem και καμπάνες αλαλάζουσες, πέτρινες σάλπιγγες από ιχώρ, ω χαίρε λευτεριά (Kaftantzis)
[fr K prp ἀλαλάζων; cf NT κύμβαλον αλαλάζον & ModG αλαλάζοντας (s. αλαλάζω)]
- clashing, sounding: