Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλακάρτ [alakárt] επίρρ. : για γεύμα σε εστιατόριο όπου ο πελάτης διαλέγει ελεύθερα από τον κατάλογο. ANT ταμπλ ντοτ: Γεύμα / τιμές ~.
[λόγ. < γαλλ. à la carte]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλακάρτ [alakárt] adv
- w. a stated price for each dish offered (in a restaurant), à la carte:
- γεύμα ~ à la carte dinner |
- στο εστιατόριο έτρωγαν ~ |
- έφαγε ~ he dined à la carte
[fr Fr à la carte 'according to the card or list of dishes served']
- w. a stated price for each dish offered (in a restaurant), à la carte: