Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αλαζονικός, επίθ.
-
- Aγέρωχος, ανυπότακτος:
- Aνθρώπους αλαζονικούς κι ου σέβονται αφέντην (Xρον. Mορ. H 2995)·
- άλογον αλαζονικόν (Διήγ. παιδ. 742).
- Το ουδ. ως ουσ. = αλαζονεία, έπαρση, ακαταδεξιά:
- πολλούς απώλεσεν το αλαζονικόν των (Φλώρ. 1138).
[αρχ. επίθ. αλαζονικός. H λ. και σήμ.]
- Aγέρωχος, ανυπότακτος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλαζονικός -ή -ό [alazonikós] Ε1 : που ταιριάζει στον αλαζόνα· υπεροπτικός: ~ χαρακτήρας. Aλαζονική συμπεριφορά. Aλαζονικό βλέμμα / ύφος. Aλαζονικοί λόγοι. Έδειχνε αλαζονική περιφρόνηση.
αλαζονικά ΕΠIΡΡ: Mίλησε ~. [λόγ. < αρχ. ἀλαζονικός `κομπορρήμονας΄]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλαζονικός, -ή, -ό [alazonikós] (L)
- presumptuous, boastful, haughty, arrogant (syn αλαζόνας, επηρμένος, κομπαστικός, κορδωμένος, ξυπασμένος, φαντασμένος, ant ταπεινός, ταπεινόφρων):
- αλαζονική στάση arrogant stance or attitude |
- λόγοι αλαζονικοί arrogant words (syn κομπορρημοσύνες) |
- ~ τρόπος arrogant manner, e.g. μιλούσε μ' αυτόν τον αλαζονικό τρόπο |
- αλαζονική προοπτική, αλαζονική καυχησιολογία, αλαζονική αδιαλλαξία, αλαζονική ξυπασιά |
- φέρεται με αλαζονική περιφρόνηση he behaves w. haughty comtempt |
- αλαζονικά άτομα, αλαζονικά έθνη |
- ~ και κούφιος |
- ένας ~ δοκησίσοφος |
- τα πλούτη κάνουν τη γυναίκα αλαζονική |
- η σοφία δεν ήταν αλαζονική αξίωση των καλλιτεχνών (Karouzos) |
- οι Φαραώ με την αλαζονική ψυχή (Ouranis) |
- ύψωναν στο γαλάζιο ουρανό τους αλαζονικούς ναούς της δύναμης και της σοφίας τους (id.) |
- ο Bελλεροφόντης χιλιάδες χρόνια γοητεύει με την αλαζονική σκληρή μοίρα του όσους λαχταρούν τα αδύνατα (Kazantz) |
- ο Όλυμπος γεμάτος αλαζονική μεγαλοπρέπεια (Varelas) |
- η ιδέα (του Γεμιστού για τη συνύπαρξη του θνητού και του αθάνατου στοιχείου μες στον άνθρωπο) είναι αλαζονική, ανθρωποκεντρική (Kanellop) |
- πουθενά εδωπέρα δεν βλέπω την αλαζονική αρχοντιά που εκμεταλλεύεται η γη (Athanasiadis-N) |
- (ο Mπραντές) ηλικιωμένος πια, δύστροπος και ~, εδημιούργησε μεγάλο πάταγο γύρω του (Panagiotop) |
- έχει μαστορέψει πολυπρόσωπη σύναξη και τη δείχνει με αλαζονική ταπεινοσύνη (id.) |
- συχνά όσοι κατέχονται από τη δραματικότερη συνείδηση ανασφάλειας εκδηλώνουν την αλαζονικότερη αυτοπεποίθηση (id.) |
- τ' ολόρθο του κεφάλι με τα γυαλιά είχε κάτι το φαντασμένο, το αλαζονικό ή το εξημμένο (Terzakis) |
- poem αλλά μου φαίνεται πως τον βλέπω | με το αλαζονικό ηλιοτρόπιο να του σκιάζει το πέτο (FBarlas)
[fr MG αλαζονικός ← PatrG ← AG]
- presumptuous, boastful, haughty, arrogant (syn αλαζόνας, επηρμένος, κομπαστικός, κορδωμένος, ξυπασμένος, φαντασμένος, ant ταπεινός, ταπεινόφρων):