Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλαζονεύομαι [alazonévome] Ρ5.1β : είμαι αλαζόνας, προσπαθώ να παρουσιάσω τον εαυτό μου σπουδαίο και ανώτερο από άλλους, συνήθ. με ψευδή λόγια, περηφανεύομαι για ψευδή και ανάξια πράγματα· κομπάζω.
[λόγ. < αρχ. ἀλαζονεύομαι `κομπορρημονώ΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- αλαζονεύομαι.
-
- Eίμαι αλαζόνας:
- (Kαρτάν., Π. N. Διαθ. φ. 68r).
[αρχ. αλαζονεύομαι. Η λ. και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ)]
- Eίμαι αλαζόνας:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλαζονεύομαι [alazonévome] aor αλαζονεύτηκα, prp αλαζονευόμενος (L)
- be presumptuous, be haughty or arrogant, boast (syn είμαι αλαζόνας or αλαζών, είμαι φαντασμένος, επαίρομαι, κομπάζω, κομπορρημονώ, μεγαλαυχώ, κορδώνομαι, φουσκώνω, ant είμαι μετριοπαθής or ταπεινόφρων, είμαι συμμαζεμένος):
- ο λαός αυτός αλαζονεύεται απέναντι των άλλων λαών |
- σκοτεινοί είναι οι υπαινιγμοί μήπως η Eλένη βεβήλωσε τα μυστήρια της Mεγάλης Θεάς και πώς αλαζονεύτηκε για την ομορφιά της (Lekatsas) |
- (ο άνθρωπος) αλαζονευόμενος εδίδασκε πως αποτελούσε τη μόνη συνείδηση που υπήρχε μέσα στο σύμπαν (Panagiotop)
[fr AG (also PatrG) ἀλαζονεύομαι]
- be presumptuous, be haughty or arrogant, boast (syn είμαι αλαζόνας or αλαζών, είμαι φαντασμένος, επαίρομαι, κομπάζω, κομπορρημονώ, μεγαλαυχώ, κορδώνομαι, φουσκώνω, ant είμαι μετριοπαθής or ταπεινόφρων, είμαι συμμαζεμένος):