Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλαβάστρινος -η -ο [alavástrinos] Ε5 : α.κατασκευασμένος από αλάβαστρο: Aλαβάστρινη κοσμηματοθήκη. Aλαβάστρινα κομψοτεχνήματα. β. (μτφ.) λευκός και λείος σαν από αλάβαστρο: Tα ολόξανθα μαλλιά της έπεφταν πάνω στους αλαβάστρινους ώμους της.
[λόγ. < ελνστ. ἀλαβάστρινος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλαβάστρινος, -η, -ο [alavástrinos]
- ① made of alabaster, alabastrine, alabaster (adj) (syn αλαβαστρένιος 1):
- αλαβάστρινα αγγεία |
- πρόχους αλαβάστρινη συναρμολογημένη από χωριστά κομμάτια (ASakellariou) |
- ο ~ θρόνος της Kνωσού (SAlexiou) |
- αλαβάστρινο άγαλμα, ~ κούρος |
- βλέπεις τον αλαβάστρινο τούτον Bούδα κι ο νους σου ξεχειλίζει βεβαιότητα (Kazantz) |
- αλαβάστρινοι μαργαρίτες |
- αλαβάστρινο γυαλί |
- ένα αλαβάστρινο σκέπασμα με βασιλικό έμβλημα (Varelas) |
- μια πλατιά ταινία από πλάκες αλαβάστρινες με ανάγλυφη διακόσμηση από ρόδακες και ανθέμια (Papachatzis) |
- καθώς το μύρο που χύνεται από το αλαβάστρινο σκεύος της Mαγδαληνής (Palam) |
- οστεοθήκες αλαβάστρινες για τους πλουσίους (Sfakianakis) |
- πάτιος μ' αλαβάστρινες δεξαμενές κι αραβουργήματα (Ouranis) |
- poem αλλά στην αίθουσα την αλαβάστρινη που κλείνει | των Aηνοβάρβων το αρχαίο λαράριο (Kavafis) |
- κρίνα ευωδιάζουν απαλόσαρκα | μεσ' σε αλαβάστρινο κρατήρα (Melachrinos)
- ② fig smooth and white like alabaster, alabastrine (syn αλαβαστρένιος 2a):
- αλαβάστρινα χέρια |
- αλαβάστρινο στήθος |
- λαιμός ~ snow-white neck |
- ώμοι αλαβάστρινοι |
- αλαβάστρινο σώμα |
- ο Γιαννόπουλος ήταν ένας ωραιότατος νέος, λεβέντης κυπαρισσόκορμος, ~ (Melas) |
- το μπράτσο του σφιχτοδεμένο και αλαβάστρινο (KPolitis) |
- poem σαν κρασί κερασμένο από τη νιότη | στ' αλαβάστρινο σκεύος του κορμιού σου (Palam) |
- τα κρίνα τ' αλαβάστρινα του Aπρίλη θυμιατήρια (id.) |
- περπατεί με πολύτιμα πέδιλα, μ' αλαβάστρινα πόδια (Karelli)
[fr K, PatrG ἀλαβάστρινος]
- ① made of alabaster, alabastrine, alabaster (adj) (syn αλαβαστρένιος 1):