Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλίπαστος
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλίπαστος 1 -η -ο [alípastos] Ε5 : για παστά ή για διατηρημένα σε άρμη τρόφιμα, που κυκλοφορούν στο εμπόριο: Aλίπαστα κρέατα / ψάρια. || (ως ουσ.) τα αλίπαστα: Εργοστάσιο για την επεξεργασία και τη συσκευασία αλιπάστων.

[λόγ. < αρχ. ἁλίπαστος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλίπαστος 2 -η -ο : αλίπαντος2.

[< αλίπαντος κατά τα ρ. με συνοπτ. θ. -σ-]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλίπαστος1, -η, -o [alípastos] agric
  • not manured, not fertilized (syn χωρίς λίπασμα, ant λιπασμένος):
    • αλίπαστη γη, αλίπαστο χωράφι |
    • αλίπαστοι λαχανόκηποι δεν έχουν προκοπή, δε δίνουν αρκετό εισόδημα |
    • δεν έγιναν καλές οι ντομάτες, γιατί ήταν ~ ο τόπος

[cpd w *λιπαστός: λιπάζω 'manure, fertilize']

[Λεξικό Γεωργακά]
αλίπαστος2, -η, -ο [alípastos] (L)
  • preserved in salt or pickle, salted, pickled (syn παστωμένος, παστός [region.], ant άπαστος, απάστωτος):
    • αλίπαστα ψάρια, αλίπαστο κρέας, αλίπαστα κρέατα |
    • αλίπαστο χοιρινό (syn ξύγκι, παστουρμάς)

[fr K, AG ἁλίπαστος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες