Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αλίμονον (Ι), επιφ.· αϊλίμονον· αλέμονον· αλίμονο.
-
- Aλίμονο·
- α) (χωρίς να συνδέεται με αντων. ή με ουσ. που να δηλώνει πράγμα):
- Aλέμονον η τάλαινα πώς άρξομαι του λόγου (Aπαρν. 1)·
- β) (με αιτιατ. προσώπου):
- αλίμονον τον άνθρωπον! (Λίβ. Sc. 384)·
- γ) (με την πρόθ. εις):
- αλίμονον στη χώρα μας (Θρ. Kύπρ. M 414).
- α) (χωρίς να συνδέεται με αντων. ή με ουσ. που να δηλώνει πράγμα):
[πιθ. <επιφ. αλί + επίρρ. μόνον (Πολίτης N., BZ 7, 1898, 158). T. αϊλίμονο σήμ. κρητ. O τ. ‑ο και σήμ. Η λ. στο Somav. (λ. αλί)]
- Aλίμονο·
[Λεξικό Κριαρά]
- αλίμονον (ΙΙ) το.
-
- Συμφορά:
- (Aχιλλ. N 1560).
[το επιφ. αλίμονον ως ουσ.]
- Συμφορά: