Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλίμονο
5 εγγραφές [1 - 5]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλίμονο [alímono] επιφ. : για να εκφράσουμε μεγάλη λύπη, απελπισία· συμφορά (μου), δυστυχία (μου): Aλίμονό μου, αν χάσω τη δουλειά μου! Aλίμονό τους που έμειναν ορφανά! ~ στη μάνα που έβγαλε τέτοιο παιδί! (επιτατικά) ~ και τρισαλίμονο*. ουαί* και ~. (απειλή) Aλίμονό σου, αν πας στο σχολείο αδιάβαστος. Aλίμονό σου, αν ξαναπείς ψέματα. Aλίμονό σου, κακομοίρη μου, αν σε πιάσω να κλέβεις. || για να δηλώσουμε ότι θεωρούμε κτ. απαράδεκτο, αδιανόητο: Πρέπει μόνος σου να προσπαθήσεις, ~ αν περιμένεις να σε βοηθήσουν οι άλλοι. ~ αν υπάρχουν μυστικά ανάμεσά μας. Tα έξοδα είναι όλα δικά μου. ~ (αν πληρώσεις εσύ)!

[μσν. αλίμονον < αρχ. φρ. ἀλλ΄ εἰ μόνον `αλλά αν μόνο (δε συνέβαινε)΄ με μετακ. τόνου κατά τα σύνθετα]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλίμονο [alímono] (& αλίμονον) excl (expressing
  • shock, disappointment, misery, anger, threat), woe, alas (syn in αλί):
    • ~! |
    • ~ αν κάμεις τέτοιο πράμα (or αν δεν ακούσεις τον πατέρα σου or αν δεν προβιβαστείς)! |
    • αλίμονό μου! or ~ σε μένα! woe to me! (syn αλί μου! αλί σε μένα!) |
    • αλίμονό μου, τι έπαθα! |
    • αλίμονό σου, κακομοίρη μου! woe to thee, my unfortunate soul! |
    • ~, αν μάθει την αλήθεια! |
    • αλίμονό του, που έχασε τους γονείς του και έμεινε ορφανό! |
    • ουαί και αλίμονον! (L) |
    • αν γίνει τέτοιο πράμα, γράψε ~! (fatalistic expression) |
    • prov ~ που το 'χει η κούτρα του να κατεβάζει ψείρες! woe to him who is somehow naturally defective, incapable etc |
    • αλίμονό του που δεν μπορεί ατός του να ξυστεί και καρτερεί από άλλους! one should never expect help fr others but depend on his own work |
    • ~ που καρτερεί γιόμα από δικούς και δείπνο από γειτόνους (syn of preced) |
    • folkt μην τύχη και φάη όλα τα ποντίκια η γάτα και τότε ~! (Loukatos) |
    • ~ σ' αυτόν που θα πέση· εχθροί τού γίνοντ' όλοι, ξένοι και δικοί (Palam) |
    • βέβαια σε περιμένω· ~, δεν έχω πολλές ελπίδες (id.) |
    • είμαι η φωνή σου· ταξιδεύω πάντα μαζί σου, δε σ' αφίνω· ~ αν σε άφινα μονάχο (Kazantz) |
    • folks. ~, ~, | ψηλό μου δεντρολίβανο (Theros) |
    • δεν είν' ο έρωτας ανθός, μαζί του για να παίξης, | μόν' είναι βάτος μ' αγκαθιές κι αλίμονό σου, αν μπλέξης (NPolitis) |
    • ~ στη μοίρα μας, κρίμα στο ριζικό μας |
    • poem γιατί αλίμονον! γυρίζοντας | τς ηύρε ο Mπάιρον σκυθρωπούς; (Solom) |
    • πέλαγο μεγ', αλίμονον! βαρεί το καλυβάκι (id.) |
    • της θάλασσας, μα τώρα, αλίμονό μου! ακούω | τη γλύκα σα σταλιά, σαν άβυσσο την πίκρα (Palam) |
    • ~ σ' εμέ και τρισαλίμονό μου! (id.) |
    • ... ο τελευταίος των Γραικών αυτοκρατόρων είν' αυτός. Kι αλίμονον | τι θλιβερά που ομιλούν πλησίον του (Kavafis) |
    • έρμη, ~, μ' άφηκες, και πεντάρφανη εμένα (Skipis)
  • ⓐ ~followed by its cpd τρισαλίμονο (or τρισαλί) to express the highest degree of shock, misery etc:
    • ~ και τρισαλίμονο! or ~ και τρισαλί! alas and thrice woe! (cf τρισαλίμονο; syn αλί και τρισαλί) |
    • ~ και τρισαλίμονο σε κείνον το φτωχό! (Voutyras) |
    • poem ~ και τρισαλί στην τόση δυστυχιά της (Malakasis) |
    • κι ~ και τρισαλί σ' όποιον περνάει |
    • στα κύματά της λούζεται η Λορελάη (id.)
  • ⓑ emphatically negative answer to a question, not at all, certainly not, definitely not (syn όχι, καθόλου):
    • εσύ το είπες αυτό; ― ~! [fr MG αλίμονον (there is also MG noun αλίμονον and MG & dial ModG adj αλίμονος), this prob fr àλλ' ο­μοι (anc ο­μοι also in Basil., PG 29.III 645A ο­μοι τήν κεφαλήν!) w. μόνον, perh fr the phr àλλ' ο­μοι μόνον 'woe to me alone' (cf ο­μοι w. acc in ο­μοι τήν κεφαλήν) & w. haplology àλλ' ο­[μοι] μόνον  àλλοίμονον; or even fr àλλ' ο­

[μοι με] μόνον]

[Λεξικό Κριαρά]
αλίμονον (Ι), επιφ.· αϊλίμονον· αλέμονον· αλίμονο.
  • Aλίμονο·
    • α) (χωρίς να συνδέεται με αντων. ή με ουσ. που να δηλώνει πράγμα):
      • Aλέμονον η τάλαινα πώς άρξομαι του λόγου (Aπαρν. 1
    • β) (με αιτιατ. προσώπου):
      • αλίμονον τον άνθρωπον! (Λίβ. Sc. 384
    • γ) (με την πρόθ. εις):
      • αλίμονον στη χώρα μας (Θρ. Kύπρ. M 414).

[πιθ. <επιφ. αλί + επίρρ. μόνον (Πολίτης N., BZ 7, 1898, 158). T. αϊλίμονο σήμ. κρητ. O τ. ο και σήμ. Η λ. στο Somav. (λ. αλί)]

[Λεξικό Κριαρά]
αλίμονον (ΙΙ) το.
  • Συμφορά:
    • (Aχιλλ. N 1560).

[το επιφ. αλίμονον ως ουσ.]

[Λεξικό Κριαρά]
αλίμονος, επίθ.
  • Kακομοίρης, καχεκτικός:
    • (Σπανός A 156).

[<επιφ. αλίμονον. H λ. και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ, λ. αλλοί‑· βλ. και Σπυριδωνίδου-Σκαρσουλή, ΛΔ 19, 1995, 166-9, 186-7)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες