Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλίευμα το [alíevma] Ο49 : (επίσ.) 1. το σύνολο των ψαριών ή των άλλων θαλάσσιων οργανισμών που έχουν αλιευτεί: Kάθε χρόνο εξάγονται χιλιάδες τόνοι αλιεύματα. 2. (λόγ.) αλίευση.
[λόγ. < ελνστ. ἁλίευμα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλίευμα [alíevma] το, (L) fish.
- catch (of fish):
- θαλάσσια αλιεύματα |
- αλιεύματα της λίμνης |
- κατεψυγμένα αλιεύματα |
- το νησί έχει άφθονα και ποικίλα αλιεύματα |
- διανομή του αλιεύματος |
- το συνηθισμένο ~ της πεζότρατας είναι η μαρίδα και η γόπα και κατά μικρότερο ποσοστό "καθαρά" ψάρια
[fr K ἁλίευμα, der of ἁλιεύω]
- catch (of fish):