Παράλληλη αναζήτηση
143 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αλί [alí] επιφ. : (λαϊκότρ.) αλίμονο!, συμφορά μου!: ~ στη δύστυχη τη μάνα! (επιτατικά) ~ και τρισαλί*!
[μσν. αλί < αλίμονο με νέα ανάλυση αλί-μονο και αποβ. του μόνο (πρβ. μσν. αϊλί ίσως < συμφυρ. άι! + αλί)]
- αλί [alí] (sp. also αλλοί) excl
- woe, alas (syn αλιά, αλίμονο):
- ~ μου! |
- ~ σε μένα! |
- ~ μας! |
- ~ και πάλι ~! |
- ~, πώς τόλμησαν ~! |
- ~ κακό που μου 'ρθε! |
- ~ μου, χάθηκα ο δόλιος! |
- ~ μου κι αν με πιάσουνε! |
- ~ μου, τι έπαθα! |
- ~ όποιος μπλέξει! |
- ~ σε κείνον που ξεστρατίζει |
- ~ στο νικητή! |
- ~, πάει και η στερνή μου ελπίδα! |
- ~ σε μας και στα παιδιά μας! |
- ~ μας, αν μας πάρουν μυρωδιά! |
- gnom αν χτυπήσει τ' αυγό στην πέτρα, ~ στ' αυγό· κι αν χτυπήσει η πέτρα στ' αυγό, πάλι ~ στ' αυγό the poor or powerless always suffers, he never obtains his rights |
- ~ στο νιο που δέρνεται, στο γέρο που κοιμάται pity the young for his insomnia and the elderly for too much sleep |
- ~ σ' εκείνον που δεν έχει νύχια να ξυστεί (και περιμένει να τον ξύσουν άλλοι) pity the one who has no means of his own to face the needs of life |
- ~ που το 'χει η κούτρα του να κατεβάζει ψείρες woe to one whose mind does not function well, whose thinking is defective |
- δεν θα ξαναδώ, ~ μου!, τις ακτίνες του ήλιου να χρυσίζουν τους βράχους (Theotokas) |
- ~στονε που μέσα στη ζωή δεν το 'χει καλοχωνέψει (Vlami) |
- folks. ~, δε με λυπάσαι, δε με σπλαχνίζεσαι |
- αλίμονο και πάλ' ~, | πώς δε ραΐζω σα γυαλί (Cyclades) |
- poem ~ μας! να 'ναι το μονάκριβο της λευτεριάς ξεπόρτι! (Kazantz) |
- κι ~ σ' αυτόν που στοχαστή το σπλάχνο του να κρύψη (Sikel) |
- μ' ~ μου, ~, για πάντα πια εσφραγίστηκε | το γλυκό στόμα (Zevgoli)
- ⓐ phr ~ και τρισαλί:
- ~ και τρισαλί σας, κακομοίρηδες! |
- ~ και τρισαλί στα διπλορφανεμένα! |
- ~ και τρισαλί, μαύρη ώρα! |
- κ' έτσι σε βλέπω να υψώνεσαι μπροστά μου, για να φύγης αλίμονο! ~ τρισαλίμονο! με σβησμένο το εκφραστικό σου χαμόγελο (Palam) |
- ~ και τρισαλί κ' εκεινού που θα την πάρη την πομπιεμένη στη σκεπή του (Vlami) |
- σήμερα ~ και τρισαλί χορεύουν σάμπα και ρούμπα (Stratou)
[fr MG αλί, which in turn from AG ἀλλ' ομοι, shortened ἀλλ' ο]
- woe, alas (syn αλιά, αλίμονο):
- αλί (Ι), επιφ.· αϊλί· αλιά.
-
- Aλίμονο, κρίμα·
- α) (χωρίς να συνδέεται με αντων. ή με ουσ. που να δηλώνει πράγμα):
- Aλί κρίμα τό έποισεν ο Έρωτας σ’ εμένα (Ch. pop. 539)·
- β) (με γεν. προσώπου ή πράγματος):
- (Mυστ. παθ. 12022)·
- αϊλί του ριζικού μου! (Πανώρ. B´ 63)·
- γ) (με αιτιατ. προσώπου ή πράγματος):
- αϊλί τόν γράψει άτυχον της Δυστυχίας το χέριν (Λόγ. παρηγ. O 86)·
- αλί το ριζικόν του (Kατζ. Δ´ 32)·
- εκφρ. αλί σ’ αλέτσι, αλί σ’ αλί σε, βλ. αλέτσι·
- δ) (με την πρόθ. εις):
- (Διγ. O 2308), (Ch. pop. 456)·
- ε) (με την πρόθ. από):
- (Eβρ. ελεγ. 174).
- α) (χωρίς να συνδέεται με αντων. ή με ουσ. που να δηλώνει πράγμα):
[πιθ. <αϊλί <ηλί ηλί (K.Δ. Mατθ. 27,46) με πρόταξη του επιφ. α. H λ. στο Somav. και σήμ. ιδιωμ., καθώς και οι τ.]
- Aλίμονο, κρίμα·
- αλί (ΙΙ) το· αϊλί.
-
- Συμφορά, θλίψη:
- (Λόγ. παρηγ. O 178).
[το επιφ. αλί ως ουσ.]
- Συμφορά, θλίψη:
- αλιά, επιφ.,
- βλ. αλί (Ι).
- αλιά [aljá] excl, region. & lit
- woe, alas (syn in αλί):
- gnom ~ στον κακορίζικο οπού χηρεύει γέρος |
- ~ στο νιο που καρτερά να τον ψωμίζει ο κόσμος (or ~ σ' εκειόν που καρτερεί δείπνο από τους γειτόνους) |
- ~ σαν δεν έχη νύχια να ξυστεί και πόδια, για να δράμει |
- folks. κρίμα σ' εκείνον που έπεσε κι ~ σ' εκειόν π στάθη (Politis) |
- και να πης ~ και κρίμα, | τέτοιο νιο να φάη το μνήμα (Kerkyra [Passow]) |
- poem εχάθη, ~ μου! αλλ' άκουσα του δάκρυου της ραντίδα | στο χέρι κλ (Solom) |
- κι ~! μακριά 'ναι το σπαθί, μακριά 'ναι το τουφέκι (id.) |
- ~ σ' αυτούς που κείτονται | στον άσπαρτο βυθό! (Markoras) |
- ~ σας, ψεύτες, άμυαλοι, κιοτήδες! (Palam) |
- όμως ~ σ' εμέ και τρισαλίμονό μου (id.) |
- ~ του όποιονε λάβωνε λαβωματιά δική του! (id.) |
- (Πατρίδα μου) μεγάλη | θα γίνης κι ~ τότε στον εχτρό σου (Mavilis) |
- κι ~ σε κείνον που έκρυψεν η μαύρη γης η κρύα (Malakasis) |
- μα τώρα - ~! - μια μοίρα καταλύτρα | μου αρπάζει ό,τι γερά, σφιχτά κρατούσα (Karyotakis) |
- στη σαστιμάρα που με κάτεχε | ξέχασα, ~ μου, και το κλάμα (Skipis) |
- ~ στο πριν ασκητικό, ξάστερο, ανέφελο μυαλό! (Giofyllis)
[fr MG αλιά, which fr syn αλί, extended in -α perh after nouns like συφορά (e.g. συφορά μου!) δυστυχιά etc]
- woe, alas (syn in αλί):
- αλιάδα η [aláδa] Ο25α : σκορδαλιά που γίνεται με πατάτα.
[ίσως παλ. βεν. *aliada (πρβ. βεν. agiada, ιταλ. agliata)]
- αλιάδα η.
-
- Σκορδαλιά:
- (Φορτουν. B´ 319).
[<βεν. agiada - ιταλ. agliada. H λ. στο Somav. και σήμ. ιδιωμ.]
- Σκορδαλιά:
- αλιάδα [aljá∂a] η, region.
- garlic sauce (prepared in a mortar w. bread crumb:
- φάγαμε μπακαλιάρο με ~ |
- έφαγες ~ και μυρίζεις σκόρδο
[fr LMG αλιάδα (through a NIt form where -- stands for -t-) fr It agliata ← LLat *ali*atum]
- garlic sauce (prepared in a mortar w. bread crumb:
- αλιάετος ο [aliáetos] Ο20 : μεγάλο αρπακτικό πτηνό, ο αετός των θαλασσών· θαλασσαετός.
[λόγ. < αρχ. ἁλιάετος]