Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλήτικος -η -ο [alítikos] Ε5 : που έχει σχέση με τον αλήτη ή με την αλητεία ή που ταιριάζει σε αλήτη: Kάνει αλήτικη ζωή. Έχει αλήτικη συμπεριφορά.
αλήτικα ΕΠIΡΡ: Φέρεται / ντύνεται ~. [αλήτ(ης) -ικος (διαφ. το συγγ. ελνστ. ἀλητικός `κατάλληλος για περιπλανώμενο΄)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλητικός, -ή, -ό [alitikós] (L)
- wandering, roaming, pertaining to, of, or like a vagrant or vagabond (syn αλήτικος; βαγαπόντικος):
- ζω (κάνω) αλητική ζωή (syn αλητεύω) |
- ~ βίος |
- η ελληνική αγορά κατακλύζεται από μια ύποπτη και παραχαραγμένη αλητική φιλολογία (Athanasiadis-N) |
- για να γίνης πορτιέρης πρέπει να είσαι γεννημένος πορτιέρης ... Να ολόκληρη η αλητική του φιλοσοφία ... αυτός είχε γεννηθή αλήτης (id.) |
- ο φίλος μας με τη ρομαντική ψυχή, με την αλητική ιδιοσυγκρασία (Karagatsis) |
- στον αλητικό μου περίπατο με ακολούθησαν μερικοί νέοι του χωριού (id.) |
- πήρε τον παντοτινό του δρόμο, τον αλητικό (id.) |
- ένας άσημος, μοναχικός και λιγάκι ~ Εφτανήσιος λόγιος ... μίλησε μια τέτοια γλώσσα (Theotokas) |
- μια τάση ανταρσίας στον καιρό μας έχει μια πλευρά δραματική, αξιοσέβαστη, και μιαν άλλη αγοραία, αλητική. Και οι δυο τους πηγάζουν από το ίδιο ... κλίμα του απελπισμού της εποχής (Terzakis)
[fr K, PatrG ἀλητικός 'wandering, roving', der of αλήτης]
- wandering, roaming, pertaining to, of, or like a vagrant or vagabond (syn αλήτικος; βαγαπόντικος):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλήτικος, -η, -ο [alítikos] s. αλητικός
- :
- αλήτικη ζωή wandering life; rambling life |
- ζη (κάνει) αλήτικη ζωή leads a knock-about life |
- αλήτικη διάθεση rambling propensity |
- αλήτικο ντύσιμο |
- αλήτικη συμπεριφορά or αλήτικα φερσίματα caddish conduct |
- αλήτικες κουβέντες |
- το αλήτικο και σπινθηροβόλο αυτό στοιχείο ... επηρέασε φανερά ... και τον Κιχότε (Papatsonis) |
- poem κι ο βοριάς του φθινόπωρου |...| με το αλήτικο μου έκρουσε | ραβδί του να του ανοίξω (Skipis) |
- στην αμμουδιά κατέβαινα | βρεγμένη από τα κύματα τ' αλήτικα (AiDafni)
[der of αλήτης w. suff -ικος]