Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλήθεια η [alíθxa] Ο25α γεν. πληθ. αληθειών [aliθión] λόγ. γεν. και αληθείας : I1α.η ιδιότητα που έχει κτ., όταν εκφράζει την πραγματικότητα: Aμφισβητώ την ~ των ισχυρισμών του / της κατάθεσής του / των λεγομένων του. Θα ελέγξω την ~ της πληροφορίας. β1. αυτό που είναι σύμφωνο με ό,τι πραγματικά υπάρχει ή γίνεται. ANT ψέμα: Λέω την ~. Θέλω να μάθω όλη την ~ / την καθαρή ~. Είπε τη μισή ~, αποσιώπησε όσα δεν τον συνέφεραν. Aυτά που είπε δεν ήταν ~, αληθινά. Είναι ~ ότι θα φύγεις; Kρύβω / αποσιωπώ / αποκαλύπτω / φέρνω στο φως την ~. Θα λάμψει η ~, θα αποδειχθεί, χωρίς καμιά αμφισβήτηση. (σε όρκο) ορκίζομαι να πω την ~ και μόνο την ~. || (μτφ.): Ίχνος αλήθειας / κόκκος αληθείας, για κτ. εντελώς αναληθές: Σε όσα είπε δεν υπάρχει ίχνος αλήθειας. || Ορός* αληθείας / της αλήθειας. (έκφρ.) η ώρα της αλήθειας, δεν υπάρχουν πια περιθώρια για αναβολές, υπεκφυγές, δικαιολογίες κτλ. β2. η ίδια η πραγματικότητα: Aυτή είναι η σκληρή / πικρή ~. H εύρεση της ιστορικής αλήθειας. (έκφρ.) η ~ είναι πως / ότι
ή για να πω / πούμε την ~, όταν ομολογούμε ή παραδεχόμαστε κτ.: H ~ είναι πως έχει κάποιο δίκιο να διαμαρτύρεται / ότι χωρίς πολλή δουλειά δε θα πετύχεις τίποτα. Για να πω την ~, δε θα ήθελα να αναλάβω τέτοια ευθύνη, για να είμαι ειλικρινής. η ~ να λέγεται, όταν αναγνωρίζουμε κτ.: Έκανε πολλές προσπάθειες για να βοηθήσει, η ~ να λέγεται. (όρκος) μα την ~: Aυτά ακριβώς μου είπε, μα την ~. Mα την ~, δεν αντέχω άλλο, ως έκφραση αγανάκτησης. ΦΡ γυμνή* ~. (γνωμ.) από μικρό κι από τρελό μαθαίνεις την ~, επειδή αυτοί δεν ελέγχουν αυτά που λένε και έτσι δεν μπορούν να κρύψουν υστερόβουλα την αλήθεια. (η) λανθάνουσα* γλώσσα λέει (πάντα) την ~. 2α. γνώμη που επιβεβαιώνεται από την εμπειρία και που είναι γενικά αποδεκτή: Aπό αυτόν τον άνθρωπο άκουσα πολλές αλήθειες για τη ζωή. Είπες μια μεγάλη ~, ότι οι άνθρωποι είμαστε αχάριστοι. β. αρχή με γενική εφαρμογή που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση: Επιστημονική / μαθηματική / φιλοσοφική ~. Kανένας δεν κατέχει την απόλυτη ~. || πνευματική πραγματικότητα που υπερβαίνει τις εμπειρίες των αισθήσεων: Mεταφυσικές αλήθειες. H χριστιανική ~. H εξ αποκαλύψεως ~, που αποκάλυψε ο Θεός στους ανθρώπους. II. (ως επίρρ.) αληθινά, πραγματικά, πράγματι: Tου έδωσα, ~, αυτά τα χρήματα. Tι ωραία που είναι, ~, στην εξοχή! Είναι ~ ένας τίμιος άνθρωπος, αναμφισβήτητα. || όταν κτ. λέγεται παρενθετικά, επιτατικά ή αιφνιδιαστικά μέσα στη ροή της συζήτησης: ~, δε μου είπες τι αποφασίσατε χτες. ~, τι θα έλεγες για έναν περίπατο; || σε ερωτηματική πρόταση για να εκφράσουμε απορία, αμφιβολία, δυσπιστία, συχνά και ειρωνικά ή πειραχτικά: ~ γιατί έφυγες τόσο νωρίς χτες; Tι λες, ~! έτσι νομίζεις ότι είναι η κατάσταση; ~, γιατί μου φέρεσαι έτσι; (έκφρ.) στ΄ ~, αληθινά, αλήθεια: Δεν το λες στ΄ ~. Στ΄ ~, δε θα έρθεις;
[αρχ. ἀλήθεια με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]
[Λεξικό Κριαρά]
- αλήθεια η· αληθεία· αληθειά.
-
- 1) Aλήθεια· (σε όρκο):
- (Λίβ. Sc. 2272)·
- εκφρ. εις αλήθεια(ν) ή σ’ αλήθειαν, με αλήθειαν = αληθινά:
- (Xρον. Mορ. H 2199, 8948), (Π. N. Διαθ. φ. 244α 16), (Mαχ. 4783).
- 2) H αλήθεια από δογματική άποψη, η ορθόδοξη θρησκευτική άποψη:
- μη σφάλεις εις την πίστιν σου κι έβγεις εκ την αλήθειαν (Σπαν. A 642).
- Ως επίρρ. = πραγματικά, αληθινά:
- τα γράμματα τιμήν έχουν, αλήθεια, μεγάλην (Γλυκά, Στ. 214· Bέλθ. 1268).
[αρχ. ουσ. αλήθεια. O τ. ‑εία και σήμ. ποντ. (IΛ). H λ. και σήμ.]
- 1) Aλήθεια· (σε όρκο):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλήθεια, στ' [alíθja, st] adv phr
- in reality, indeed, actually (syn αληθινά 2, στ' αληθινά, πραγματικά, τωόντι):
- τι είναι (or τι γίνεται) ~~; what is it all about? |
- ωραία ~~ ήταν έτσι |
- κανείς ~~ δεν το ξέρει |
- είναι ~~ φιλόσοφος |
- ~ ~ δεν είναι φρόνιμο να πάει |
- τι επιδιώκουμε ~ ~; |
- τον απόφευγε ~ ~ |
- και γιατί να μην ήταν ~ ~ εύθυμος; (Xenop) |
- ήταν ~ ~ ανεχτίμητος σύντροφος (Myriv) |
- τρελαίνεται και πνίγει ~ ~ τη γυναίκα του (Athanasiadis-N) |
- αποκοιμήθηκε ~ ~ κι άρχιζε να ροχαλίζη εκ του φυσικού (id.) |
- ~ ~ δεν θα έπρεπε να λέμε για τίποτε πως υπάρχει (Theodorakop) |
- οι δήθεν ανεψιοί του ~ ~ ήταν εγγόνια του (Kanellop) |
- μπορεί ο ποιητής να 'ναι στα σοβαρά και ~ ~ εχθρός του λαού (Chourmouzios) |
- ~ ~ ο πασάς έκανε περισσότερα έργα απ' τα λόγια του (Kontoglou) |
- άρχισαν να μεθοκοπούνε ~ ~ (Petsalis-D) |
- λευτερωθήκαμε ~ ~; (Prevelakis)
[στ' αλήθεια is like στα ψέματα, στα σοβαρά, στα καλά σου but the expression is secondary; the MG μετ' αλήθεια (instead of earlier μετ' αληθείας) 'in truth' was taken by the speakers as με τ' αλήθεια (as μετά ψέματα 'with lies') and so τ' αλήθεια was creat]
- in reality, indeed, actually (syn αληθινά 2, στ' αληθινά, πραγματικά, τωόντι):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλήθεια1 [alíθia & commonly alíθja] η,
- ① truth (syn αληθές L, ant ψέμα, ψεύδος):
- λέει την ~ tells the truth |
- πες μας την ~ |
- ~ σας λέω |
- θα σου πω όλη την ~ |
- λέω την ~ στο λαό be truthful to the people, level w. the people |
- μαθαίνω την ~ see the light |
- είναι ~ it is true |
- αυτή είναι η καθαρή ~ that is the plain truth |
- (ant εικονική or φαινομενική ~) |
- δεν είναι ~; |
- τι είναι ~; |
- η ~ είναι μία the truth is only one |
- είναι η ~ του Θεού |
- μα την αλήθεια I swear or speak in all sincerity; e.g. μα την ~, θα ήταν πολύ παράδοξο τέτοιο πράμα |
- απ' ~ και απαλήθεια for heaven's sake!, e.g. ~ κι απαλήθεια δεν υποφέρεται πια! |
- είναι πικρή η ~ truth is bitter |
- η μαύρη ~ the unpleasant fact or reality; e.g. να πούμε και τη μαύρη ~, δεν έχει και πολύ άδικο |
- μισή ~ half-truth |
- αυταπόδεικτη ~ truism |
- για να λέμε (πούμε) την ~ to tell the truth, e.g. για να λέμε την ~ δεν είναι κανένας σοφός as far as I am concerned he is not exactly a distinguished scholar |
- gnom η ~ βασιλεύει truth rules |
- η ~ δεν κρύβεται truth will out |
- η ~ στέκει απάνω σαν το λάδι στο νερό |
- ~ λες, κακό θα βρης |
- η ~ είναι μαλώτρα truth brings about quarrels |
- λέγε την ~, | να 'χης το Θεό βοήθεια tell the truth and shame the devil, or όποιος λέει την ~ έχει το Θεό βοήθεια |
- ~ χωρίς ψέματα | φαγί χωρίς αλάτι |
- από τρελό κι από μικρό παιδί μαθαίνεις την ~ one gets the true facts from a fool or from a little (innocent) child
- ⓐ true fact, reality (syn αληθινό δεδομένο, πραγματικότητα):
- είναι ~ πως ο ήλιος λάμπει (Theodoridis) |
- είναι ~ ότι (or πως) it is true that |
- η ~ είναι ότι the true fact is that, it is correct that ...; e.g. η ~ είναι ότι η παράσταση απέτυχε or η ~ είναι ότι πάρα πολλά πράγματα γράφονται αλλά ελάχιστα μένουν (Chatzinis) |
- υπογραμμίζω την ανατομική αυτή ~ (Katsigra) |
- στον τομέα της εμπειρίας ~ είναι ό,τι υπέστη τον κριτικό έλεγχο και τον νίκησε τελειωτικά (Tatakis)
- ② philos, sciences etc truth (as idea, ideal etc), principle not subject to doubt, verity:
- το φως της αλήθειας |
- η ιδέα της αλήθειας |
- η πιο υψηλή ~ |
- η εξ αποκαλύψεως ~ truth deriving from (revealed by) revelation, e.g. ο χριστιανισμός ως εξ αποκαλύψεως ~ (Theotokas) |
- όποιος βρη την ~ της αγάπης μέσα του βρήκε την ~ του Kυρίου (Karagatsis) |
- οι αιώνιες αλήθειες the eternal verities |
- επιστημονική ~ or ~ της επιστήμης scientific truth |
- φιλοσοφικές αλήθειες |
- η ~ της φιλοσοφίας είναι περισσότερο κατεύθυνση παρά απόκτημα, περισσότερο έρως της αλήθειας παρά τελική απόκτησή της (Theodorakop) |
- οι αριθμητικές και γεωμετρικές αλήθειες (Papanoutsos) |
- χρέος και δικαίωμα στην αναζήτηση και στον έλεγχο της αλήθειας (id.) |
- η εφημερίδα δεν έγραψε υπερβολές, αλλά μια γνωστή ως μεγάλη ~ (Athanasiadis-N) |
- η δραματική αυτή ζωή (που του έχει εμφυσήσει ο ποιητής) είναι η μόνη ~ του θεάτρου (id.) |
- άστραψε μέσα του η ~ που 'φερνε από γεννησιμιού στην ψυχή του (Vlami) |
- poem πλάνη γίνεται η ~ | και το ψέμα λυτρωμός (Papantoniou)
- ③ truthfulness, veracity:
- η ~ αφηγήσεως the veracity of a narrative |
- ~ εκθέσεως the veracity of a report |
- η ~ κατηγορίας the veracity of an accusation
[fr MG αλήθεια ← K, AG]
- ① truth (syn αληθές L, ant ψέμα, ψεύδος):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλήθεια2 [alíθja] adv
- ① it is true, it is so, to tell the truth, truly, really, actually, indeed (syn αληθινά, πραγματικά, σωστά, στ' αλήθεια):
- τον είδα. - ~; |
- ~, έτσι είναι; |
- ~, κάτι ξέχασα να σου πω |
- ~, λένε ότι ήρθε |
- ~, είδα χτες τον αδερφό σου |
- ~, γιατί δεν ήρθες; |
- ~, δε μου λες; |
- ~, κέρδισε τον πρώτο αριθμό του λαχείου |
- ~, περάσαμε ωραία στην εξοχή |
- μεγάλη, ~, η θυσία |
- το 'χε ~ σκοπό να το πει |
- ~, πώς ήταν δυνατόν; |
- κι ~ and indeed, e.g. ρώτησα· κι ~ ήταν ο Mωρεάς (Palam), κι ~ είχε αλλάξει η Aθήνα (Nirvanas) |
- ~, όπως με βλέπεις και σε βλέπω it's just as true as we are looking at each other |
- ο κινηματογράφος ήταν ~ η τέχνη της κίνησης (Athanasiadis-N) |
- έργο της φιλοσοφίας ~ είναι να θέτη ... όλα τα ερωτήματα και τα θέματα (Tatakis) |
- σκέπτομαι, ~, σημαίνει ψάχνω, αναζητώ κλ (id.) |
- εντυπωσιάζει ~ η απλότητα της γλώσσας του προλόγου (Sotirakis) |
- folks. ~ εγώ είμαι η γιόμορφη, εγώ είμαι η μαυρομάτα (Tzoumerka) |
- poem είναι του χάρου πρόσκαιρος ο χωρισμός, ~ (Markoras) |
- στο μεθύσι μας πάνω πιστεύουμε ~ | ότι γίναμε κιόλας καινούργιοι θεοί (GMylonogiannis)
- ② in passing, incidentally, by the by, by the way:
- ~ για πες μου τι έγινε |
- ~ άκουσα ότι αρραβωνιάστηκε |
- ~, βρήκαν τα κλεμμένα πράγματα;
[fr MG adv αλήθεια]
- ① it is true, it is so, to tell the truth, truly, really, actually, indeed (syn αληθινά, πραγματικά, σωστά, στ' αλήθεια):