Παράλληλη αναζήτηση
10 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλέτρι το [alétri] Ο44 : 1.γεωργικό εργαλείο που το σέρνει ελκυστήρας ή ζώα και που χρησιμοποιείται για το όργωμα της γης· άροτρο: Tο υνί του αλετριού μπαίνει βαθιά στη γη και την οργώνει. 2. (οικ.) το όργωμα.
[μσν. αλέτρι(ν) υποκορ. του ελνστ. ἄλετρ(ον) -ι(ο)ν (αρχ. ἄροτρον)]
[Λεξικό Κριαρά]
- αλέτρι το.
-
- Aλέτρι:
- (Πανώρ. Γ´ 373).
[<ουσ. άλετρον + κατάλ. ‑ι. T. ‑ιν στο LBG. H λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- Aλέτρι:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλέτρι [alétri] το,
- ① plow (syn άλετρο):
- το σίδερο του αλετριού |
- έβαλε τη φοράδα στ' ~ |
- gnom βύθισε βαθιά τ' ~ και θα 'χης πολύ στάρι (Vrettakos) |
- θα κάνουν τα ξίφη τους αλέτρια και τ' ακόντιά τους κλαδευτήρια (id.) |
- ασάλευτα σάπιζαν τα κουπιά, σκούριζαν τ' αλέτρια (Myriv) |
- τα βόδια σταμάτησαν να σέρνουν τ' ~ (Venezis) |
- folks. αν είν' τ' ~ σου μηλιά, να 'ν' ο ζυγός σου δάφνη |
- έλα να βγούμε απ' το ζυγό, να βγούμε από τ' ~· | τι βαριό που είναι τ' ~! (Theros) |
- poem γερτό στα πόδια της ελιάς | τ' ~ ονειρευόταν (Agras) |
- έτσι, ως εμιλούσανε τα χείλη του πατέρα, | που δίδασκε των αλετριών την τέχνη, | χίλιες φλογέρες πλέκανε το λόγο (Chrysanthis)
- ⓐ fig routine, tedious work:
- μπήκε κι αυτός στ' ~
- ② plowing (syn όργωμα):
- πρώτο, δεύτερο, τρίτο ~ (syn πρώτο όργωμα κλ) |
- το καλαμπόκι θέλει τρία αλέτρια
- ③ region. (Cyclades) heel of the plow (syn in αλετροπόδα)
- ④ cutwater:
- γι' αυτόν (sc τον πόνο) ανθίζουν οι κρίνοι των κυμάτων στο ~ της πλώρης (Papantoniou)
[fr MG αλέτρι, αλέτριν (still Pontic dial αλέτριν), der of MG άλετρον, q.v.]
- ① plow (syn άλετρο):
[Λεξικό Γεωργακά]
- Αλέτρι [alétri] το, astron, region.
- a constellation
- ⓐ the Great Bear
- ⓑ the Pleiades (syn εφτάστερο, εφτά αδέρφια, εφταπάρθενος χορός) .
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλετριά η [aletriá] Ο24 : το αυλάκι που ανοίγει το αλέτρι.
[αλέτρ(ι) -ιά]
[Λεξικό Γεωργακά]
- Αλέτρια s. Eρέτρια.
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλετριά [aletrjá] η,
- furrow cut w. the plow (syn αυλακιά):
- άβαθη ~ |
- τραβώ την τελευταία ~ του χωραφιού cut the boundary furrow |
- folks. πρώτη ~ οπόριξε, πρώτη ~ που ρίχνει | ακούει το μνήμα και βογγάει και βαριαναστενάζει (Mani)
[fr MG *αλετρέα (as shown by Cretan dial αλετρέ), der of άλετρον or αλέτριν w. suff -έα]
- furrow cut w. the plow (syn αυλακιά):
[Λεξικό Κριαρά]
- αλετριβιδ(ε)ίο το,
- βλ. ελαιοτριβείο.
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλετρίζω [aletrízo] aor αλέτρισα, subj αλετρίσω, pass subj αλετριστώ
- ① plow (syn in αλετρεύω):
- ~ στα ίσια plow a straight furrow |
- αλέτριζαν και χαράκωναν βαθιά την κοιλιά της (sc της γης) με το γενί (Kazantz) |
- χαίρουμουν ... την άγια γόνιμη γης που είχε αλετριστή, σκαφτή και πονέσει ... και τώρα ξαπλωμένη ... αναπαύεται με την ποδιά ξεχειλισμένη καρπούς (id.) |
- poem καλά, γυναίκα, γης αλέτρισα, κουράστηκα, άφησέ με (id. Od 17.146) |
- πέντε ζευγάδες λες αγόραζε τη γης να του αλετρίσουν (ib 287)
- ② fig of seawater:
- poem μα ωχού κ' η πλώρα αλέτριζε αδειανή το ρημαγμένο κύμα (ib 23.640)
- ⓐ set in motion, arouse:
- poem θά 'ρθη άραγε πάλι ο Φεγγαρής | να παίξη με τα μαύρα μαλλιά της νύχτας, | ν' αλετρίση τα όνειρα των κοριτσιών; (Mountes)
[fr LMG αλετρίζω, der of αλέτρι or άλετρον]
- ① plow (syn in αλετρεύω):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλέτρισμα [alétrizma] το, region.
- plowing (syn αλέτρεμα, όργωμα)
[fr LMG αλέτρισμα (recorded in Somavera), der of αλετρίζω]