Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλέκτορας ο [aléktoras] Ο5 : (λόγ.) κόκορας. (εκκλ. έκφρ.) πριν αλέκτορα φωνήσαι, για κπ. που απαρνιέται, που προδίδει ένα πρόσωπο ή μια ιδεολογία μόλις συναντήσει την πρώτη δυσκολία.
[λόγ. < αρχ. ἀλέκτωρ, αιτ. -ορα (πρβ. μσν. αλέκτορας), η φρ. από την Κ.Δ.]
[Λεξικό Κριαρά]
- αλέκτορας ο.
-
- Πετεινός:
- (Φαλιέρ., Eνύπν. 117).
- Θηλ. Aλέκτορα η ως τοπων.:
- (Mαχ. 3035).
[αρχ. ουσ. αλέκτωρ. T. ιδιωμ. (IΛ, λ. ‑χτ‑). H λ. στο Meursius]
- Πετεινός:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλέκτορας s. αλέχτορας.