Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλέθω
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλέθω [aléθo] -ομαι Ρ αόρ. άλεσα, απαρέμφ. αλέσει, παθ. αόρ. αλέστηκα, απαρέμφ. αλεστεί, μππ. αλεσμένος : 1α.μεταβάλλω τα δημητριακά σε αλεύρι: Πηγαίνουν στο μύλο, για να αλέσουν σιτάρι και καλαμπόκι. Ο μύλος αλέθει το σιτάρι / αλέθει καλά. Aλεσμένο σιτάρι. ΦΡ ο καλός ο μύλος όλα τα αλέθει, για κπ. που τρώει οτιδήποτε και μτφ. β. μεταβάλλω σε σκόνη φυτικούς καρπούς, ορυκτά ή άλλες στερεές ουσίες: ~ τον καφέ / το πιπέρι, κόβω. ~ το γύψο, τον κονιορτοποιώ. || πολτοποιώ: Tα μωρά τρέφονται με αλεσμένες τροφές. Για την παρασκευή τροφών για πτηνά χρησιμοποιούνται αλεσμένα κόκαλα. 2. (οικ.) μασώ και χωνεύω καλά την τροφή μου: Tα δόντια αλέθουν καλά. Έχει γερό στομάχι, όλα τα αλέθει. (έκφρ.) το στομάχι του αλέθει και πέτρες* ή κάποιος τρώει / αλέθει και πέτρες. ΦΡ αλέθει κπ. ο τροχός, τον καταστρέφει, τον αφανίζει: Aν δεν έχει ένας λαός εθνική συνείδηση, θα τον αλέσει ο τροχός της ιστορίας. ΠAΡ Mπάτε / μπέστε σκύλοι αλέστε (κι αλεστικά μη δώστε), για να δηλώσουμε ότι σε ένα σπίτι, σε ένα κατάστημα, σε μια δημόσια υπηρεσία κτλ. δεν υπάρχει κανένας έλεγχος και ότι ο καθένας μπορεί να κάνει ό,τι θέλει.

[μσν. αλέθω < αρχ. ἀλῶ μεταπλ. με βάση το συνοπτ. θ. αλεσ- κατά το σχ.: κλωσ- (έκλωσα) - κλώθω]

[Λεξικό Κριαρά]
αλέθω.
  • 1) Aλέθω (μτβ. και αμτβ.):
    • (Mαχ. 52231), (Tζάνε, Kρ. πόλ. 3617).
  • 2) (Σε μεταφ.) τρώω καλά (αμτβ.):
    • άφες του τρώγειν τα πολλά, να αλέθεις πασπαλάτα (Προδρ. IV 117).
  • 3) Kόβω σε πολύ μικρά κομμάτια:
    • επήρεν το μοσκάρι … και άλεσεν ως ότι φτενό (Πεντ. Έξ. XXXII 20).

[<αρχ. αλήθω. H λ. τον 11. αι. (LBG) και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλέθω [aléθo] αλέθεις, ipf άλεθα, aor άλεσα, pass αλέθομαι, aor αλέστηκα, ppp αλεσμένος
  • Ⓐ intr grind, of mill, teeth etc:
    • αλέθει ο μύλος |
    • αλέθει καλά ο μύλος του his mill grinds well; fig his system, i.e. teeth, stomach etc, functions well (syn μασώ και χωνεύω εύκολα) |
    • μην τον φοβάσαι, το στομάχι του αλέθει και πέτρες |
    • prov όποιος αέρας κι αν φυσά, ο μύλος πάντ' αλέθει the simile from the windmill; the powerful and shrewd ones profit under any circumstances |
    • όποιος φυλάει το μύλο αλέθει he who patiently pursues a matter obtains the desired results |
    • folks. άλεθε, μύλο, άλεθε, | βγάλε τ' αλεύρια σου ψιλά (Petrop) |
    • κι ανάμεσα στα δυο βουνά δώδεκα μύλοι αλέθουν (Gortynia) |
    • άλεθαν τα δόντια μου (Terzakis)
  • ⓐ work, of the tongue, jaws, mouth etc:
    • αλέθ' η γλώσσα της she talks constantly |
    • κι όσο εκείνος ήταν βουβός, τόσο άλεθαν τα στόματα των άλλων (Zoulas) |
    • οι καμήλες απόξω από το τσαντίρι αναχάραζαν κι άκουγα τις μασέλες τους ν' αλέθουν (Kazantz)
  • ⓑ have the miller mill:
    • prov εμπάτε, σκύλοι, αλέστε κι αλεστικά μη δώστε (or αλέσετε, μη δώσετε) come one, come all, have free run (said of those whose affairs are badly or dishonestly managed by others) |
    • folks. κ' εκίνησε η νοικοκυρά στο μύλο για ν' αλέση (Epirus, Theros)
  • Ⓑ trans
  • ① turn into flour (or dust or pulp), grind, mill (syn L αλευροποιώ, κονιοποιώ, πολτοποιώ):
    • ~ καλαμπόκι, κριθάρι, σιτάρι |
    • ~ καφέ mill coffee |
    • ~ ζάχαρη, πιπέρι, γύψο |
    • ~ ελιές |
    • prov ο καλός μύλος αλέθει και κριθάρι και σιτάρι |
    • άλεθε του πόνου το σιτάρι, τρίβε του στεναγμού το γέννημα grind the wheat of pain, pound the grain of sighs (Vlachogiannis) |
    • άκουγες ... τις μασέλες που αλέθαν το σκληρό κρέας (Venezis) |
    • folks. κ' ένας μύλος ζερβόμυλος, που αλέθει το πιπέρι (Petrop) |
    • poem άλεθε, μύλε, άλεθε | σιτάρι, κριθάρι | και την καρδιά μου (Kaftantzis)
  • ⓒ crush, grind to destruction (syn συνθλίβω):
    • (ένας λαός χρειάζεται δική του βιομηχανία) εκτός αν θέλη να τον αλέση ο τροχός της ιστορίας (Theodorakop)
  • ⓓ synecd chew and digest well:
    • τόσο γέρος κι όλα τ' αλέθει
  • ⓔ fig draw profit from, profit or benefit by (syn καρπούμαι, usu αθέμιτα οφέλη, τρώγω):
    • έγινε δήμαρχος και θ' αλέση καμπόσα
  • ② fig work out, shape, mold:
    • τα υψηλότατα ή τα χαμηλότατα αλέθονται τη στιγμή αυτή της αδράνειας στους λογισμούς της ώριμης κυρίας; (Palaiologos) |
    • το μυαλό τους (sc των αγράμματων) δεν το άλεσε ο διανοητικός τροχός (Tsatsos) |
    • poem ... το μάτι | που ομάδι ανθρώπους, κάστρα και πουλιά κι αθάνατους αλέθει (Kazaznt Od 20.490) |
    • γυρνάν οι αιώνες, όλο αλέθοντας τη μάζα (Rotas)

[fr MG αλέθω (from 10th c. AD on) ← K ἀλήθω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες