Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλέγκρο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλέγκρο το [alégro] Ο (άκλ.) : (μουσ.) ρυθμός ζωηρός, εύθυμος και γρήγορος. || μουσική σύνθεση σε ρυθμό αλέγκρο.

[λόγ.(;) < ιταλ. allegro]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλέγκρο [alégro] το, (sp. also αλλέγκρο & αλέγρο) mus
  • allegro, brisk, lively rhythm or composition in such a rhythm:
    • το ~ αρχίζει από έγχορδα και τρικυμίζει ολόκληρη την ορχήστρα (M.Varvoglis) |
    • ~ για κουαρτέτο εγχόρδων (Giatras) |
    • άκουγα το ξύλο (sc του σημαντάρη στο Άγιον Όρος) να δίνη τα σοβαρά του ραλεντάντι, τα αλέγκρα του και την τρέλα των ρυθμών του (Papantoniou)

[fr It allegro ← L alacrem (:alacer)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες