Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλέα η [aléa] Ο25 : δρόμος ή λεωφόρος με δενδροστοιχίες. || δενδροστοιχία.
[λόγ. < γαλλ. allé(e) -α ή μέσω του ιταλ. allea]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλέα [aléa] η, (sp. also αλλέα)
- :
- πλατιές αλέες |
- τα δένδρα της αλέας |
- οι κήποι κ' οι αλέες |
- αλέες της βίλας |
- ~ των κυπαρισσιών |
- περιδιάβαζα μέσα στις αλέες των πάρκων |
- κήπος με τις λίμνες του, τις αλέες του |
- (η κυρία) χάθηκε μέσα στις ανθισμένες αλέες (Myriv) |
- περπατώντας ανάμεσα σε αλέες, ψηλούς τοίχους από πράσινο (Chatzinis) |
- στο κέντρο ενός πάρκου ... καταλήγουν όλες αυτές οι αλέες (Ouranis) |
- poem και το χειμώνα στις αλέες και στις φραγές | τα φύλλα να σωριάζωνται (Malakasis) |
- να 'ναι το πάρκο σιωπηλό, περίλυπη η ~ (Dipla-M) |
- θα 'θελα | να μ' ακλουθή τουλάχιστο ένα ποταμάκι | ή μιαν ~ από ανθισμένα δέντρα (Vrettakos)
- ① a walk or street bordered by trees or shrubbery, alley, lane, avenue:
- της Bιέννης η πένθιμη ~ του Mπετόβεν (Athanasiadis-N) |
- αγάλματα στην κεντρική ~ (στη Σπάρτη) (Varelas)
[fr Fr allée]
[Λεξικό Γεωργακά]
- Αλέα [aléa] η, geogr
- ancient city of Arcadia (mod Πιαλί, renamed Tεγέα [1920] and Aλέα [1940]).