Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλάφρωμα το [aláfroma] Ο49 : (προφ.) ελάφρωμα.
[αλαφρώ(νω) -μα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλάφρωμα [aláfroma] το,
- ① reduction of load, lightening, relief (syn ξαλάφρωση, ανακούφιση):
- ~ στο ντύσιμο |
- το κρασί φέρνει ~ στο στομάχι (Saratsis)
- ⓐ improvement (syn βελτίωση, καλυτέρευση):
- με το πρώτο ~ νόμιζε ότι έγινε καλά
- ② relief (syn ανακούφιση):
- ~ της καρδιάς, ~ της ψυχής, ~ στη συνείδησή του |
- δοκιμάζω ξεγνοιασιά κι ~
[fr αλαφρώνω bes ελάφρωμα (Ger. Vlachos, 1659) fr ελαφρώνω ← MG ελαφρώ]
- ① reduction of load, lightening, relief (syn ξαλάφρωση, ανακούφιση):