Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλάτισμα το [alátizma] Ο49 : η πράξη του αλατίζω: Tο ~ του φαγητού / του μπακαλιάρου.
[μσν. αλάτισμα < αλατισ- (αλατίζω) -μα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλάτισμα [alátizma] το,
- ① seasoning w. salt, salting, of foodstuffs:
- το φαΐ θέλει ~
- ⓐ adding salt to foodstuffs to preserve them, pickling, salting (syn πάστωμα, ταρίχευση):
- ~ του τυριού, του βουτύρου |
- τα κρέατα, τα ψάρια θέλουν ~ |
- δεν έπιασε το ~ στη σαρδέλα |
- αρχίζει η δουλειά των γυναικών, σκίσιμο (των ψαριών), ~, στέγνωμα (Athanasiadis-N)
- ② fig clever addition, zest etc, to talk, narrative etc (syn ευφυολογία, ευφυολογήματα)
[fr MG αλάτισμα, der of αλατίζω]
- ① seasoning w. salt, salting, of foodstuffs: