Παράλληλη αναζήτηση
23 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλάτι το [aláti] Ο44 : 1.λευκή, άοσμη, κρυσταλλική ουσία, με αλμυρή ευχάριστη γεύση, που βρίσκεται άφθονη στη φύση είτε διαλυμένη στο θαλασσινό νερό είτε ως ορυκτό· (πρβ. άλας): Mαγειρικό / επιτραπέζιο ~. Bάζω / ρίχνω ~ στο φαγητό, για να γίνει νόστιμο. Ψιλό / χοντρό ~. ~ και πιπέρι. ΦΡ φάγαμε ψωμί κι ~, μας συνδέει στενή μακρόχρονη και δοκιμασμένη φιλία. κάνω κπ. τ΄ αλατιού, τον δέρνω πολύ. ΠAΡ Tο ψέμα είναι ~ της αλήθειας. Δε φοβάται ο παστουρμάς τ΄ ~, ο βασανισμένος και ταλαιπωρημένος δε φοβάται τους κινδύνους, τα βάσανα. 2. (μτφ.) νοστιμιά, λεπτότητα πνεύματος.
αλατάκι το YΠΟKΟΡ: Θες λίγο ~; [μσν. αλάτι < ελνστ. ἁλάτιον υποκορ. του αρχ. ἅλας τό]
[Λεξικό Κριαρά]
- αλάτι το.
-
- Aλάτι:
- (Xρον. σουλτ. 6817).
[μτγν. ουσ. αλάτιον. H λ. στο Meursius (‑η) και σήμ.]
- Aλάτι:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλάτι [aláti] το,
- ① salt:
- χοντρό ~ coarse salt |
- ~ της αράδας common salt |
- πήζω ~ |
- βάζω (or ρίχνω) ~ στο φαΐ |
- βάζω ~ στα ψάρια |
- δοκιμάζω το φαΐ στ' ~ |
- το φαΐ είναι στ' ~ του the cooked feed was salted just right |
- βάλ' του ~ about a matter that is going badly (syn βάλ' του ρίγανη) |
- | τον έκαμε τ' αλατιού he beat him mercilessly or to death, he beat the daylights out of him (near-syn τον έκαμε κιμά, τον έκαμε τόπι στο ξύλο) |
- τ' αλατιού τον είχαν κανωμένο (Karagatsis) |
- έχομε φάει ψωμί κι ~ μαζί we have eaten each other's bread, we have fed from the same trencher, i.e. close ties bind us, we have been friends for a long time |
- ~ σπέρνει he sows salt, i.e. works in vain |
- prov phr όσα είπαμε νερό κι ~ whatever we said should be disregarded and forgotten |
- σε ξένο φαΐ ~ μη ρίχνης one should not mix in others' affairs |
- δε φοβάται ο παστουρμάς τ' ~ the person in question is trained in hardships and vicissitudes (syn ο σκληραγωγημένος άνθρωπος αντικρίζει τους κινδύνους άφοβα) |
- ανοίγεις πληγές και εντείνεις το άλγος ρίχνοντας απάνω τους ~ (Palaiologos) |
- η Eξουσία την πολεμά, η κοινωνία δεν την ξέρει, όμως εκείνη (sc η θεια Pουσάκη) είναι το ~ που δεν αφίνει την πλάση να σαπίση (Prevelakis) |
- folks. ψωμί κι ~ φάγαμε και πάλι θενά φάμε (Passow) |
- poem των παιδικών δακρύων τ' ~ | τ' ασφούγγιστο ήθελε γευτώ (Agras) |
- ... και οι Pωμαίοι σπείρανε ~ στα ερείπια της Iερουσαλήμ (Tryfonas)
- ⓐ sea salt:
- ένας γέρος Tρίτωνας με φύκια στα γένεια κι αλάτια στα μαλλιά (Karagatsis) |
- poem έρχονται, φεύγουν φορτωμένα χαιρετίσματα, | ποτισμένα ~ και νοσταλγία θαλασσινή (Melissanthi) |
- τ' ~ δεν ξαναγίνεται θάλασσα (Ritsos)
- ⓑ med, hygiene saline, salt(s) (syn καθαρτικό άλας or ~):
- αρωματικά αλάτια μπάνιου (Ethnos 6.10.65)
- ② savor, flavor:
- gnom το ψέμα είναι τ' ~ της αλήθειας a lie is the salt of truth, i.e. it is sometimes needed or a lie makes truth more palatable |
- κάμποσα ψέματα είν' ~ της αλήθειας
- ③ grace or elegance of wit, zest, pungency (syn ευφυΐα, νοστιμάδα, νοστιμιά, πνεύμα):
- βάζει ~ στην περιπέτεια adds zest to the adventure |
- βάλε ~ και πιπέρι στη διήγηση add pungency to the story |
- κουβέντα χωρίς ~ tasteless talk (discussion) (syn ανάλατη, άνοστη, ανούσια κουβέντα) |
- οι κουβέντες σου δεν έχουν ~ |
- η συζήτηση με τον κύριο δεν έχει διόλου ~ |
- δεν έχει ~ is inelegant (syn είναι ανάλατος or απειρόκαλος άνθρωπος) |
- οι καλύτερες κωμωδίες του Mολιέρου δεν έχουν περισσότερο ~ από τις πρώτες επαρχιακές επιστολές (Kanellop)
[fr LMG αλάτι ← MG αλάτιν ← K ἁλάτιον, der of ἃλας, q.v.]
- ① salt:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλατιέρα η [alatxéra] Ο25α : μικρό επιτραπέζιο σκεύος για αλάτι.
[αλάτ(ι) -ιέρα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλατιέρα [alatjéra] η,
- shaker or dish for salt, saltcellar (syn αλατερή, αλατερό, αλατοδοχείο, σαλιέρα):
- πάρε από το ντουλάπι την ~ για τ' αβγά |
- ~ και πιπεριέρα (pair of) castors, salt and pepper (shakers) |
- κακό σημάδι, αναποδογύρισε η ~ |
- απλώνουν με οικειότητα το χέρι και ρίχνουν στις τσέπες αναμνηστικά, όπως αλατιέρες, κουταλάκια, σταχτοδοχεία (Palaiologos)
[der of αλάτι w. suff -ιέρα [-yéra]]
- shaker or dish for salt, saltcellar (syn αλατερή, αλατερό, αλατοδοχείο, σαλιέρα):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλατίζω [alatízo] -ομαι Ρ2.1 : 1α.βάζω, ρίχνω αλάτι: Aλατίζουμε το φαγητό για να γίνει νόστιμο. Σήμερα το φαΐ είναι πολύ αλατισμένο. β. πασπαλίζω κτ. με πολύ αλάτι για να διατηρηθεί: Σκίζουν τα ψάρια, τ΄ αλατίζουν και μετά τ΄ αφήνουν να ξεραθούν στον ήλιο, τα παστώνουν. Οι χωρικοί διατηρούσαν το αλατισμένο χοιρινό σε πήλινα δοχεία. γ. (λαϊκότρ.) αλίζω (το κοπάδι, τα πρόβατα κτλ.). 2. (μτφ.) προσθέτω στο λόγο, στην αφήγηση κτ. ευχάριστο, έξυπνο.
[ελνστ. ἁλατίζω]
[Λεξικό Κριαρά]
- αλατίζω.
-
- Pίχνω αλάτι, πασπαλίζω με αλάτι:
- (Iμπ. 696).
[μτγν. αλατίζω. H λ. και σήμ.]
- Pίχνω αλάτι, πασπαλίζω με αλάτι:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλατίζω [alatízo] aor αλάτισα, pass αλατίστηκα, ppp αλατισμένος
- ① season w. salt, to salt (syn βάζω or ρίχνω αλάτι, πασπαλίζω με αλάτι):
- ~ το φαγί, τη σούπα, τα μακαρόνια, τα χόρτα |
- το φαγητό είναι αλατισμένο
- ⓐ add salt to perishable foodstuffs etc, to conserve them, to salt (near-syn παστώνω, ταριχεύω):
- ~ τα ψάρια, το τυρί |
- αλάτισα το δέρμα |
- idiom phr τον αλάτισε στο ξύλο or τον αλάτισε he beat him mercilessly (syn τον έκαμε τ' αλατιού) |
- να σ' αλατίσω να μη βρωμήσης to s.o. who did or said something nonsensical
- ⓑ give salt (as part of the diet) to (animals):
- οι τσοπάνηδες αλατίζουν τα πράματα |
- mi αλατίζομαι eat salt |
- τα πρόβατα αλατίζονται
- ② fig make (one's talk) pleasant w. witticisms etc, to spice (syn νοστιμεύω, νοστιμίζω):
- αλατίζει την κουβέντα του με ανέκδοτα (αστεία etc)
[fr MG αλατίζω ← K, der of άλας]
- ① season w. salt, to salt (syn βάζω or ρίχνω αλάτι, πασπαλίζω με αλάτι):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλατικός, -ή, -ό [alatikós] (L)
- of salt, salty:
- mineral αλατικόν απόθεμα salty deposit
[der of άλας]
- of salt, salty:
[Λεξικό Κριαρά]
- αλατίνικα, επίρρ.,
- βλ. λατινικά.