Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλάργεμα το [alárjema] Ο49 : (λαϊκότρ., λογοτ.) αλαργεμός.
[αλαργεύ(ω) -μα με αποβ. του [v] πριν από [m] ]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλάργεμα [aláryema] το,
- moving away, going away, departure (syn απομάκρυνση, αποτράβηγμα, ξεμάκρεμα)
[der of αλαργεύω]