Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλάξευτος -η -ο [alákseftos] Ε5 : που δεν τον έχουν λαξεύσει· ακατέργαστος, απελέκητος, ασκάλιστος. ANT λαξευμένος: Aλάξευτα μάρμαρα. Aλάξευτες πέτρες.
[λόγ. < μσν. αλάξευτος < α- 1 λαξεύ(ω) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλάξευτος, -η, -ο [alákseftos]
- unhewn, rough, roughhewn (syn ακατέργαστος, απελέκητος, ant λαξευμένος, λατομημένος, κατεργασμένος, πελεκημένος):
- αλάξευτα μάρμαρα |
- τρεις ογκόλιθοι αλάξευτοι επίσης αποτελούσαν το υπέρθυρο (Papachatzis) |
- πόσος χρόνος και πόσος μόχθος χρειάστηκε ίσαμε που να περάση ο άνθρωπος από την εποχή του αλάξευτου στην εποχή του λαξευμένου λίθου (Panagiotop)
[fr ByzG αλέξευτος (9th c. AD), cpd w. λαξευτός]
- unhewn, rough, roughhewn (syn ακατέργαστος, απελέκητος, ant λαξευμένος, λατομημένος, κατεργασμένος, πελεκημένος):