Παράλληλη αναζήτηση
12 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλάνι το [aláni] Ο44 : (προφ.) παιδί ή νεαρός αλάνηςα· αλητόπαιδο, χαμίνι, αλητάμπουρας, αλητάκος: T΄ αλάνια της γειτονιάς ακολουθούσαν τον τρελό με φωνές και γιουχαΐσματα. || άνθρωπος του υπόκοσμου, αλάνηςβ, αλήτης.
[παλ. σημ.: `ανοιχτός χώρος΄ < τουρκ. alan -ι]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλάνι [aláni] το,
- ① open space for gatherings or children's games:
- το χωράφι του είναι αλάκερο ~
- ② synecd street-lounger (syn in αλάνης1):
- οι "κύριοι" με τις γραβάτες και τις λιμουζίνες μεταμορφώθηκαν σε αλάνια κ' ήρθαν στα χέρια με τους άλλους σωφέρ τους επαγγελματίες (Palaiologos) |
- rembetiko song πες μας, βρε Xάρε, να χαρής, τι κάνουνε τ' αλάνια; |
- poem απότομα φοβήθηκα την παρουσία σου, | όταν είδα το ~ της γειτονιάς | να προχωρά με τα χέρια στις τσέπες | τραγουδώντας (Moschovakos) |
- κάποια χωρίς υπόληψη ανθρωπάρια, | συμαζώματα, κάλπηδες, αλάνια (Stavrou Ar) |
- γι' αυτό ίσα ίσα γίνεσαι μεγάλος, | γιατί είσαι ~, λέτσος, σκυλομούτρης (id.)
[fr Turk alan 'open space; square']
- ① open space for gatherings or children's games:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλανιάρα [alanjára] η,
- street-girl, immoral and indecent woman or girl, tramp, trollop (syn βρωμογυναίκα, βρωμοκόριτσο):
- η μάνα του ήτανε ~ |
- η Mαρίκα Kοτοπούλη ήτανε η πιο μεγάλη θεατρίνα ... απαράμιλλη "Eκάβη" και ασύγκριτη ~, που ετραγουδούσε ενθουσιαστικά τετράστιχα (Chairop) |
- folks. της αλανιάρας το φιλί έχει περίσσα γλύκα (Athens)
[substantiv. f of adj αλανιάρης]
- street-girl, immoral and indecent woman or girl, tramp, trollop (syn βρωμογυναίκα, βρωμοκόριτσο):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλανιάρης ο [alanáris] Ο11 θηλ. αλανιάρα [alanára] Ο25α & αλανιάρισσα [alanárisa] Ο27α : αλάνης: Δε θέλουμε αλανιάρηδες στη γειτονιά μας. Οι γιοι του, ερημοσπίτες κι αλανιάρηδες, ούτε που νοιάζονταν για τον πατέρα τους. || (ως επίθ.): Aλανιάρα γυναίκα.
[αλάν(ι) -ιάρης· αλανιάρ(ης) -α, -ισσα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλανιάρης1 [alanjáris] ο,
- vagabond, street-lounger, loafer (syn in αλάνης 1):
- ύστερα περνούσε η γκαμήλα και τύχαινε κάποτες να τσακωθούνε οι αλανιάρηδες που κρατούσαν απομέσα το αλατζαδένιο τομάρι της και να την παρατήσουνε σύξυλη (Panagiotop) |
- poem ... και παρατάς τους γιους σου | ερημοσπίτες, αλανιάρηδες, να κουρταλούν τις πόρτες (Kazantz Od 17.1239)
[substantiv. m of αλανιάρης2]
- vagabond, street-lounger, loafer (syn in αλάνης 1):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλανιάρης2, -α (& -ισσα), -ικο [alanjáris]
- vagrant, loafing (syn αλάνης 2):
- είναι ~ |
- poem και γύφτισσα αλανιάρισσα καρδιά, σπορά καταραμένη ο vagabond and gypsy heart, o cursed race (Kazantz Od 10.711) |
- βιγλούσε ο δοξαράς την τσούρμα του, τη μόρτισσα αλανιάρα the great archer watched his mob, his churlish roughs (ib 12.86)
[der of αλάνι]
- vagrant, loafing (syn αλάνης 2):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλανιάρικα [alanjárika] adv
- in the ways of vagabonds, of loafers:
- ζη ~ |
- ένα πικάντικο θηλυκό, ντυμένο ανδρικά, ~, με ένα αναμμένο τσιγάρο στων χειλιών την άκρη (ChChairop)
[der of αλανιάρικος]
- in the ways of vagabonds, of loafers:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλανιάρικος -η -ο [alanárikos] Ε5 : που ταιριάζει ή που αναφέρεται στον αλανιάρη: Aλανιάρικοι τρόποι. Aλανιάρικο φέρσιμο. Aλανιάρικες κουβέντες.
αλανιάρικα ΕΠIΡΡ. [αλανιάρ(ης) -ικος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλανιάρικος, -η, -ο [alanjárikos]
- fitting a vagabond, of a loafer (syn αλήτικος):
- αλανιάρικοι τρόποι |
- αλανιάρικα φερσίματα
[der of αλανιάρης1]
- fitting a vagabond, of a loafer (syn αλήτικος):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλάνικα [alánika] τα,
- the language of vagabonds
[substantiv. n pl of αλάνικος]