Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλάνθαστα [alánθasta] adv
- unfailingly, unerringly (syn άπταιστα, άσφαλτα, ασφαλώς):
- έλυσε το πρόβλημα ~ |
- διαχειρίζεται ~ τα συμφέροντα του ελληνισμού |
- δεν ξέρουμε αν το μηχάνημα μπορεί να προσδιορίζη ~ αν το έμβρυο είναι αγόρι ή κορίτσι (Melas) |
- η τακτική τους είχε πετύχει ~ ως τώρα (Christidis)
[der of αλάνθαστος]
- unfailingly, unerringly (syn άπταιστα, άσφαλτα, ασφαλώς):