Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλάνης ο [alánis] Ο11 θηλ. αλάνισσα [alánisa] Ο27 : (προφ.) α. άνθρωπος που γυρίζει άσκοπα στους δρόμους, κάνοντας μια ζωή ακατάστατη και αμέριμνη και που η εμφάνισή του και η συμπεριφορά του δεν είναι μέσα στα πλαίσια της κοινωνικής ευπρέπειας· αλανιάρης, μάγκας, μόρτης, παιδί του δρόμου, χαμίνι, αλάνι: Οι φωνές των μικρών αλάνηδων αναστάτωναν τη γειτονιά. Ένα άθλιο καφενείο που μάζευε άνεργους, μεροκαματιάρηδες, αργόσχολους κι αλάνηδες. β. άνθρωπος του υπόκοσμου· αλήτης: Έμπλεξε με τους αλάνηδες του λιμανιού. Στην πλατεία σουλάτσερναν οι αλάνηδες της αγοράς με τα χέρια στις τσέπες και το σβησμένο τσιγάρο στο στόμα, πρόθυμοι για κάθε είδους εξυπηρέτηση, ύποπτη ή όχι, και έτοιμοι να αρπαχτούν στα χέρια ή να πειράξουν τους ανύποπτους διαβάτες.
[αλάν(ι) `ανοιχτός χώρος΄ -ης· αλάν(ης) -ισσα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλάνης1 [alánis] ο,
- ① street-lounger, vagabond, tramp (syn αλανιάρης, αλήτης, μάγκας, μόρτης, μπερμπάντης, παιδί του δρόμου, χαμίνι):
- οι μανάδες τσιρίζουν τα ονόματα των μικρών αλάνηδων (Myriv) |
- poem κι ολονυχτού με τους αλάνηδες στον άμμο ως γλεντοκόπαε (Kazantz Od 2.1112) |
- και ποιον αλάνη και δεν εύρισκες στη λυκοτσούρμα ετούτη! (ib 12.32) |
- εντός σου ο Θεός, που ~ γύριζε κ' αιμάτωνε τις στράτες (ib 15.1295)
- ② one without good upbringing, vulgar person (syn χυδαίος):
- έπιασε παρέα με αλάνηδες
[der of αλάνι prob by anal. of αλήτης, μόρτης, μπερμπάντης]
- ① street-lounger, vagabond, tramp (syn αλανιάρης, αλήτης, μάγκας, μόρτης, μπερμπάντης, παιδί του δρόμου, χαμίνι):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλάνης2, -α (& -ισσα), -ικο [alánis]
- wandering, vagrant, vagabond (syn αλανιάρης, του δρόμου):
- song αλάνικο μικρό με τσαχπινιά | πειράζεις όλους πάντα και γελάς |
- poem των πεθαμένων οι ψυχές πετούν, αλάνες γλαροπούλες (vagrant gulls) (Kazantz Od 6.963) |
- κ' ένας ~ γέροντας περνάει και σιγομασουλίζει | σκυφτός, με υπομονή, ξερό ψωμί και σκουντουφλάει στις πέτρες (ib 14.1186) |
- παιχνιδομάτα αλάνισσα ζωή με τις ηλιοπλεξούδες (ib 17.55) |
- με τις παλάμες μου στις ροζωτές αλάνισσες πατούσες (ib 19.217)
[der of αλάνι]
- wandering, vagrant, vagabond (syn αλανιάρης, του δρόμου):