Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλάνα
8 εγγραφές [1 - 8]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλάνα η [alána] Ο25 : ανοιχτός και αδιαμόρφωτος χώρος σε κατοικημένη περιοχή, αδιαμόρφωτη πλατεία: Tα παιδιά της γειτονιάς μαζεύονταν σε μια μεγάλη ~ με νερόλακκους.

[αλάν(ι) `ανοιχτός χώρος΄ μεγεθ. ]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλάνα1 [alána] η,
  • woman tramp:
    • είναι ~ που δεν έχει ταίρι

[substantiv. f of αλάνης]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλάνα2 [alána] η, region.
  • square:
    • χωρικοί συναλλάσσονται κάθε Παρασκευή στην ~ της Kαλλιθέας (στη Θεσσαλονίκη) |
    • τα παιδιά παίζουν στην ~ της παραπάνω γειτονιάς |
    • οι νέοι δε συμμαζεύονται από τους δρόμους και τις αλάνες |
    • το γαϊτανάκι έστηνε το κοντάρι του σε κάθε σταυροδρόμι ή ~ (IPetrop)

[augmentat. of αλάνι 'open space', q.v.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλανάκι [alanáci] το,
  • little street-boy, young loafer, urchin (syn in αλητάκι):
    • ένα ~ ξυπόλητο, βραδύγλωσσο (Myriv)
  • ⓐ fig of birds:
    • poem μωρ' αλανάκια τ' ουρανού, γιατί μου παίρνετε το νου; (LChronop)

[dimin of αλάνης]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλαναρία η [alanaría] Ο25α : (προφ.) το σύνολο των αλάνηδων· αληταρία, αλητεία: Γυρίζει τα βράδια με την ~ της γειτονιάς.

[αλάν(ης) -αρία]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλαναρία [alanaría] η,
  • ① group or gang of street-boys, tramps (syn αληταρία, αλητεία 2):
    • γυρίζει τα βράδυα με την ~ |
    • κατεβάζουν οι μαγαζάτορες τα ρολά τους, οι ψιλικατζήδες, η ~, τυφλοί, κουτσοί, κουλοί (Kastanakis)
  • ② hoodlumism (syn αληταρία)

[der of αλάνης w. suff -αρία ← It -aria; cf αληταρία, μορταρία, αβερταρία etc]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλανάριστος -η -ο [alanáristos] Ε5 : (στη νηματουργία) α. (για μαλλί) που δεν τον έχουν λαναρίσει, δεν τον έχουν ετοιμάσει για γνέσιμο· άξαντος. β. (για λινάρι) που είναι ακαθάριστος, αξεφλούδιστος.

[α- 1 λαναρισ- (λαναρίζω) -τος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλανάριστος, -η, -ο [alanáristos]
  • ① uncombed, uncarded, of wool (syn άξαντος, ant λαναρισμένος, ξασμένος):
    • μαλλί αλανάριστο
  • ② uncleaned, of flax (syn ακαθάριστος, αξεφλούδωτος)

[cpd w. λαναριστός: λαναρίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες