Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αλάλητα, επίρρ.
-
- Xωρίς ομιλίες, σιωπηλά, αθόρυβα:
- ταπεινά πορεύονται (ενν. οι νεκροί) και αλάλητα δοικούνται (Πικατ. 142).
[<επίθ. αλάλητος. H λ. στο Somav. (λ. άλαλα) και σήμ.]
- Xωρίς ομιλίες, σιωπηλά, αθόρυβα:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλάλητα [alálita] adv
- without speaking, in silence, mutely (syn αμίλητα, άφωνα, βουβά, σιωπηλά):
- ~ στάθηκαν όλοι μπροστά στο μνήμα |
- poem και στρώνει ~ στα σκοτεινά τις ψάθες να ξαπλώση and in darkness mutely spread his mat to lie down (Kazantz Od 7.218) |
- οι δυο παλιοί συντρόφοι ~ μάτια τα μάτια εμίλουν (ib 24.1327)
[fr LMG αλάλητα, der of αλάλητος]
- without speaking, in silence, mutely (syn αμίλητα, άφωνα, βουβά, σιωπηλά):